ἰόεις: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα [[σίδηρον]], was auf die Farbe bezogen wird, = [[ἰοειδής]], wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα [[σίδηρον]], was auf die Farbe bezogen wird, = [[ἰοειδής]], wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰόεις''': εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, [[μέλας]], ἰόεντα [[σίδηρον]] Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
|lstext='''ἰόεις''': εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, [[μέλας]], ἰόεντα [[σίδηρον]] Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:28, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόεις Medium diacritics: ἰόεις Low diacritics: ιόεις Capitals: ΙΟΕΙΣ
Transliteration A: ióeis Transliteration B: ioeis Transliteration C: ioeis Beta Code: i)o/eis

English (LSJ)

[ῐ], εσα, εν, (ἴον) A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171. II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].

German (Pape)

[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.

French (Bailly abrégé)

1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.

English (Autenrieth)

εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.

Greek Monolingual

(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).

Greek Monotonic

ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰόεις: ἰόεσσα, ἰόεν ἴον темно-синий, темный (σίδηρος Hom.).

Middle Liddell

ἰόεις, εσσα, εν [ἴον]
violet-coloured, dark, Il.