ὀβριμοεργός: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> hardi, audacieux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | |lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.
German (Pape)
[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
English (Autenrieth)
(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
Greek Monolingual
ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀβρῐμοεργός: дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.