ὀμφακίτης: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ὁ, = [[ὀμφάκινος]], [[οἶνος]], Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ὁ, = [[ὀμφάκινος]], [[οἶνος]], Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.
|lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀμφακίτης]], Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)<br />αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και [[νάτριο]] και ανήκει στην [[ομάδα]] τών πυροξένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίνος]] που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, [[ομφακίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κηκίδα]] του δένδρου [[δρυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀμφακίτης]] [[λίθος]]» — [[ονομασία]] ενός πράσινου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> [[καπνίτης]] / -<i>ῖτις</i>, [[μηλίτης]] / -<i>ῖτις</i>)].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀμφακίτης]], Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)<br />αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και [[νάτριο]] και ανήκει στην [[ομάδα]] τών πυροξένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίνος]] που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, [[ομφακίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κηκίδα]] του δένδρου [[δρυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀμφακίτης]] [[λίθος]]» — [[ονομασία]] ενός πράσινου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> [[καπνίτης]] / -<i>ῖτις</i>, [[μηλίτης]] / -<i>ῖτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκίτης Medium diacritics: ὀμφακίτης Low diacritics: ομφακίτης Capitals: ΟΜΦΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: omphakítēs Transliteration B: omphakitēs Transliteration C: omfakitis Beta Code: o)mfaki/ths

English (LSJ)

[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ, = ὀμφακίας, Dsc.5.6; epithet of Dionysus, Ael.VH3.41; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207 :—fem. ὀμφᾰκ-ῖτις, ιδος, as adjective, unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195 : as substantive, Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].