ὀξύβαφον: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, [[βάπτω]], u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; [[εἶδος]] κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Theil der [[κοτύλη]] od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, [[βάπτω]], u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; [[εἶδος]] κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Theil der [[κοτύλη]] od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> sorte de saucière pour le vinaigre ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> saucière <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> vase à boire en forme de saucière;<br /><b>II.</b> mesure d’un quart de cotyle <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | |lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:46, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (βάπτω) A small vinegar-saucer: then, generally, shallow earthen vessel, saucer, Hp. Morb.2.47, Cratin.187, Ar.Av.361, Antiph. 163.5(v.l.), Eub.65, Inscr.Délos 407.18 (ii B.C.), etc. 2 pl., a kind of harmonica made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (ὀψόβ-codd.), Suid.s.v. Διοκλῆς. II as a measure, the fourth part of a κοτύλη, about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. Thphr.HP9.11.7, al., Nic.Th.598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον BGU781 iii 5 (i A.D.), PMed.Strassb.p.7 K., is condemned by Phryn. PSp.97 B.)
German (Pape)
[Seite 351] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, βάπτω, u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Theil der κοτύλη od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. sorte de saucière pour le vinaigre ; p. ext.
1 saucière ou bol en gén.
2 vase à boire en forme de saucière;
II. mesure d’un quart de cotyle ou de 24 drachmes.
Étymologie: ὀξύς, βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύβᾰφον: τό, (βάπτω) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν σκεῦος, ἀλλὰ καὶ ποτήριον καὶ εἶδος μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν εἶδος κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον κοτύλης, περίπου τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598.
Greek Monolingual
ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.
Greek Monotonic
ὀξύβᾰφον: τό (βάπτω), μικρό δοχείο για τη φύλαξη του ξιδιού· έπειτα, γενικά, ρηχό δοχείο, μικρό κύπελλο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύβᾰφον: (ῠ) τό
1) уксусник Arph.;
2) соусник Arph.;
3) оксибаф (мера жидкостей = 0.0684 л).
Middle Liddell
ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, βάπτω
a vinegar-saucer, then, generally, a shallow vessel, saucer, Ar.