ὁπηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />combien grand.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπηλίκος''': -η, -ον, ὁπόσον [[μέγας]], συσχετικὸν τοῦ [[πηλίκος]], Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὁπηλίκος''': -η, -ον, ὁπόσον [[μέγας]], συσχετικὸν τοῦ [[πηλίκος]], Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />combien grand.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπηλίκος Medium diacritics: ὁπηλίκος Low diacritics: οπηλίκος Capitals: ΟΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hopēlíkos Transliteration B: hopēlikos Transliteration C: opilikos Beta Code: o(phli/kos

English (LSJ)

η, ον, relat. and indirect interrog., however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U.; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].

Russian (Dvoretsky)

ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.