ὑπνωτικός: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />soporifique ; τὸ ὑπνωτικόν narcotique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπνωτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς [[ὕπνον]], [[νυσταλέος]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. [[ὑπνητικός]]: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων [[ὕπνον]], [[ναρκωτικός]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· [[θρίδαξ]] Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον [[ὕπνον]], ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34. | |lstext='''ὑπνωτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς [[ὕπνον]], [[νυσταλέος]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. [[ὑπνητικός]]: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων [[ὕπνον]], [[ναρκωτικός]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· [[θρίδαξ]] Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον [[ὕπνον]], ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to sleep, sleepy, drowsy, Arist.Somn.Vig.457a26; μετὰ τὰ σιτία -ώτατοι Id.Pr. 874b17, cf. 876a20 (Comp.). Adv. -κῶς Gal.19.149. II Act., putting to sleep, narcotic, μηκώνιον Hp.Mul.2.201; θρίδαξ Diph.Siph. ap.Ath.2.69f; φάρμακα Plu.2.652c; πότημα POxy.1088.66 (i A.D.): as substantive, -κὸν πίνειν a narcotic, Plu.Caes.34; pl., Arist.Somn.Vig. 456b29, Porph.Abst.1.27.
German (Pape)
[Seite 1207] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
soporifique ; τὸ ὑπνωτικόν narcotique.
Étymologie: ὕπνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνωτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς ὕπνον, νυσταλέος, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. ὑπνητικός: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ὕπνον, ναρκωτικός, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· θρίδαξ Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον ὕπνον, ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπνωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπνῶ, -όω
1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν)
ουσία που φέρνει ύπνο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική κατάσταση» β. «υπνωτική εξεργασία»)
2. φρ. α) «υπνωτική έκσταση»
(ψυχολ.) κατάσταση υψηλής ευαισθησίας στην υποβολή που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική κατάσταση
β) «υπνωτική παλινδρόμηση»
(ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την επίδραση ύπνωσης
γ) «υπνωτικά μέσα»
(ποιν. δίκ.) μέσα περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της προς αντίσταση ικανότητάς του, μέσα τών οποίων η χρήση θεωρείται ποινικώς ως άσκηση σωματικής βίας
αρχ.
νυσταλέος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνωτικός: 3
1) сонливый, сонный Arst.;
2) снотворный (φάρμακα Plut.).