βουλήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />de bon conseil, sage.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />de bon conseil, sage.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βουλήεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, [[συνετός]], Σόλων 25. 1.
|elnltext=[[βουλήεις]] -εσσα -εν [[βουλή]] welberaden.
}}
{{elru
|elrutext='''βουλήεις:''' ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный ([[ἀνήρ]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βουλήεις:''' -εσσα, -εν ([[βουλή]]), αυτός που έχει σωστή [[γνώμη]], [[συνετός]], σε Σόλωνα.
|lsmtext='''βουλήεις:''' -εσσα, -εν ([[βουλή]]), αυτός που έχει σωστή [[γνώμη]], [[συνετός]], σε Σόλωνα.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βουλήεις:''' ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный ([[ἀνήρ]] Plut.).
|lstext='''βουλήεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, [[συνετός]], Σόλων 25. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουλήεις]] -εσσα -εν [[βουλή]] welberaden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βουλή]]<br />of [[good]] [[counsel]], [[Solon]].
|mdlsjtxt=[[βουλή]]<br />of [[good]] [[counsel]], [[Solon]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλήεις Medium diacritics: βουλήεις Low diacritics: βουλήεις Capitals: ΒΟΥΛΗΕΙΣ
Transliteration A: boulḗeis Transliteration B: boulēeis Transliteration C: voulieis Beta Code: boulh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, of good counsel, sage, Sol.33.1.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλήεις -εσσα -εν βουλή welberaden.

Russian (Dvoretsky)

βουλήεις: ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный (ἀνήρ Plut.).

Greek Monolingual

βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.

Greek Monotonic

βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.

Greek (Liddell-Scott)

βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.

Middle Liddell

βουλή
of good counsel, Solon.