διαπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ficher <i>ou</i> enfoncer à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d'un radeau).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πήγνυμι]].
|btext=ficher <i>ou</i> enfoncer à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d'un radeau).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπήγνυμι''': ἐμπηγνύω διὰ μέσου, [[μεταξύ]], [[ἀκόντιον]] διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
|elnltext=δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[застывать]], [[замерзать]] ([[στέαρ]] διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[сколачивать]], [[скреплять]] (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - [[varia lectio|v.l.]] πηξάμενος).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[μπήγω]], [[σταθεροποιώ]], [[καρφώνω]] — Μέσ., <i>δ. σχεδίας</i>, τις [[στερεώνω]] μαζί, σε Λουκ.
|lsmtext='''διαπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[μπήγω]], [[σταθεροποιώ]], [[καρφώνω]] — Μέσ., <i>δ. σχεδίας</i>, τις [[στερεώνω]] μαζί, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[застывать]], [[замерзать]] ([[στέαρ]] διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[сколачивать]], [[скреплять]] (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - [[varia lectio|v.l.]] πηξάμενος).
|lstext='''διαπήγνυμι''': ἐμπηγνύω διὰ μέσου, [[μεταξύ]], [[ἀκόντιον]] διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πήξω<br />to fix [[thoroughly]]:— Mid., δ. σχεδίας to get rafts put [[together]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. -πήξω<br />to fix [[thoroughly]]:— Mid., δ. σχεδίας to get rafts put [[together]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπήγνῡμι Medium diacritics: διαπήγνυμι Low diacritics: διαπήγνυμι Capitals: ΔΙΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diapḗgnymi Transliteration B: diapēgnymi Transliteration C: diapignymi Beta Code: diaph/gnumi

English (LSJ)

A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.). II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30. III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.

Spanish (DGE)

I 1clavar διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.BC 2.105
traspasar σιδάρῳ Asclep.1136P.
2 enclavar, fijar θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
fig., en v. med. consolidar ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ A.Io.99.1
náut., en v. med. ensamblar, armar σχεδίας Luc.DMort.25.5
fig. fijar, establecer τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B
en v. med. quedar fijado a τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.Vent.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b
en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.Mir.835a30.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.

French (Bailly abrégé)

ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d'un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten.

Russian (Dvoretsky)

διαπήγνῡμι:
1) застывать, замерзать (στέαρ διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);
2) med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - v.l. πηξάμενος).

Greek Monolingual

(Α) βλ. διαπηγνύω.

Greek Monotonic

διαπήγνυμι: μέλ. -πήξω, μπήγω, σταθεροποιώ, καρφώνω — Μέσ., δ. σχεδίας, τις στερεώνω μαζί, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.

Middle Liddell

fut. -πήξω
to fix thoroughly:— Mid., δ. σχεδίας to get rafts put together, Luc.