διασχηματίζω: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=donner une forme achevée ; <i>Pass.</i> avoir une forme achevée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχηματίζω]]. | |btext=donner une forme achevée ; <i>Pass.</i> avoir une forme achevée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχηματίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-σχηματίζω vormen, vormgeven, met acc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασχημᾰτίζω:''' придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться (εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - [[varia lectio|v.l.]] ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος»). | |mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος»). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διασχημᾰτίζω''': δίδω [[σχῆμα]], διαπλάττω· παθ., [[λαμβάνω]] [[σχῆμα]], μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[form]] [[completely]]: Pass. to be so formed, Plat. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[form]] [[completely]]: Pass. to be so formed, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 2 October 2022
English (LSJ)
A shape, form variously, Str.17.1.4, Plu.2.4993:— Med., of God, mould as Creator, Pl.Ti.53b:—Pass., ib.50c. 2 simply, shape, model, Luc.Icar.6, v.l. in Prom.11 (Pass.). 3 shape oneself, prepare, ἐπὶ πρᾶγμα Eun.Hist.p.269D.
Spanish (DGE)
1 formar, configurar διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados Luc.Icar.6, cf. Plu.2.499e, AB 36.9, en v. pas. ἐκμαγεῖον ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.Ti.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.Prom.11
•tb. en v. med. moldear, dar forma οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.Ti.53b.
2 hacer muecas τῷ στόματι para hacer reír AB 36.9
•tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer Gr.Nyss.Eun.2.242.
3 perf. med.-pas. estar preparado ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.Hist.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.Ep.66.
German (Pape)
[Seite 605] durchbilden, gestalten, Plat. Tim. 50 c u. Sp. – Med., schmücken, Plat. Tim. 53 c.
French (Bailly abrégé)
donner une forme achevée ; Pass. avoir une forme achevée.
Étymologie: διά, σχηματίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σχηματίζω vormen, vormgeven, met acc.
Russian (Dvoretsky)
διασχημᾰτίζω: придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться (εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - v.l. ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.).
Greek Monolingual
διασχηματίζω (Α)
1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω
2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω
3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», Πλούτ.)
4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος»).
Greek (Liddell-Scott)
διασχημᾰτίζω: δίδω σχῆμα, διαπλάττω· παθ., λαμβάνω σχῆμα, μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.
Middle Liddell
fut. σω
to form completely: Pass. to be so formed, Plat.