καθεκτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθεκτός''': -ή, -όν, ([[κατέχω]]) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐξουσία]] δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]], νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ [[ἀδιάφορος]], Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
|elnltext=καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.
}}
{{elru
|elrutext='''καθεκτός:''' [adj. verb. к [[κατέχω]] могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καθεκτός:''' [adj. verb. к [[κατέχω]] могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.
|lstext='''καθεκτός''': -ή, -όν, ([[κατέχω]]) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐξουσία]] δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]], νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ [[ἀδιάφορος]], Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
}}
{{elnl
|elnltext=καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καθ-εκτός, [[κατέχω]]<br />to be held [[back]] or checked, Dem.: to be retained, Plut.
|mdlsjtxt=καθ-εκτός, [[κατέχω]]<br />to be held [[back]] or checked, Dem.: to be retained, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεκτός Medium diacritics: καθεκτός Low diacritics: καθεκτός Capitals: ΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kathektós Transliteration B: kathektos Transliteration C: kathektos Beta Code: kaqekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κατέχω) A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5. II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.

German (Pape)

[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.

Russian (Dvoretsky)

καθεκτός: [adj. verb. к κατέχω могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.

Greek Monolingual

καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

καθεκτός: -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».

Middle Liddell

καθ-εκτός, κατέχω
to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.