κάρτος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>épq. et ion. c.</i> [[κράτος]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>épq. et ion. c.</i> [[κράτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
|elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρτος:''' εος τό эп.-ион. (= [[κράτος]]) сила, мощь, мужество ([[χειρῶν]] Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κάρτος:''' -εος, τό, Επικ. αντί [[κράτος]], δοτ. <i>κάρτεϊ</i>, [[δύναμη]], [[ρώμη]], [[ακμή]], [[σθένος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κάρτος:''' -εος, τό, Επικ. αντί [[κράτος]], δοτ. <i>κάρτεϊ</i>, [[δύναμη]], [[ρώμη]], [[ακμή]], [[σθένος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάρτος:''' εος τό эп.-ион. (= [[κράτος]]) сила, мощь, мужество ([[χειρῶν]] Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
|lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
}}
{{elnl
|elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάρτος]], εος, [epic for [[κράτος]]<br />[[strength]], [[vigour]], [[courage]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=[[κάρτος]], εος, [epic for [[κράτος]]<br />[[strength]], [[vigour]], [[courage]], Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτος Medium diacritics: κάρτος Low diacritics: κάρτος Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kártos Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: ka/rtos

English (LSJ)

εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2), strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v.l.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.

Russian (Dvoretsky)

κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).

English (Autenrieth)

see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.

Greek Monolingual

κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.

Greek Monotonic

κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.

Middle Liddell

κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.