καταμαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=conjecturer (l'avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
|btext=conjecturer (l'avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
|elnltext=κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμαντεύομαι:''' [[отгадывать]] (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταμαντεύομαι:''' αποθ., [[προφητεύω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]], σε Αριστ.
|lsmtext='''καταμαντεύομαι:''' αποθ., [[προφητεύω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμαντεύομαι:''' [[отгадывать]] (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[divine]], [[surmise]], Arist.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[divine]], [[surmise]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαντεύομαι Medium diacritics: καταμαντεύομαι Low diacritics: καταμαντεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katamanteúomai Transliteration B: katamanteuomai Transliteration C: katamanteyomai Beta Code: katamanteu/omai

English (LSJ)

A foretell against or about one, τι τῶν ἐχθρῶν J.BJ 4.4.6; <αὐτὸς> αὑτοῦ σιωπὴν κ. Ath.15.686c; τοῦτο τῇ πόλει, c. fut. inf., App.Pun.77. 2 divine, surmise, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.Rh.1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.Art.9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.in CA10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι… Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.

German (Pape)

[Seite 1362] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.

French (Bailly abrégé)

conjecturer (l'avenir) acc..
Étymologie: κατά, μαντεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.

Russian (Dvoretsky)

καταμαντεύομαι: отгадывать (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).

Greek Monolingual

καταμαντεύομαι (Α)
1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι
2. προιωνίζομαι, προμαντεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μαντεύομαι «προλέγω»].

Greek Monotonic

καταμαντεύομαι: αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαντεύομαι: μαντεύομαι, προλέγω ἐναντίον τινὸς ἢ περί τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, εἰκάζω, καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικός, ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. μαντεύομαι, Ι. 2.

Middle Liddell


Dep. to divine, surmise, Arist.