καταπτήσσω: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>f.</i> καταπτήξω, <i>pf.</i> κατέπτηχα;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> craindre, redouter, acc.;<br /><b>2</b> être saisi d'admiration, admirer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτήσσω]]. | |btext=<i>f.</i> καταπτήξω, <i>pf.</i> κατέπτηχα;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> craindre, redouter, acc.;<br /><b>2</b> être saisi d'admiration, admirer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατα-πτήσσω, ep. indic. stamaor. 3 dual. καταπτήτην, poët. ptc. them. aor. καταπτακών; ptc. perf. later καταπεπτηχώς, wegduiken, zich verschuilen (van angst):; καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι de twee doken weg onder de wagen Il. 8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ weggedoken onder een struik Il. 22.191; νῦν ὅδ’ ἐνθάδ’ ἐστί που καταπτακών nu is hij hier ergens weggedoken Aeschl. Eum. 252; overdr. bang zijn:. κατέπτηχε... πάντα ταῦτα νῦν al deze (gevoelens) zijn nu bang weggekropen Dem. 4.8; κ. πρὸς τὸ μέλλον bang zijn voor de toekomst Plut. Aem. 27.5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπτήσσω:''' (fut. καταπτήξω, pf. [[κατέπτηχα]]), эп. [[καταπτώσσω]]<br /><b class="num">1)</b> [[припадать к земле]], [[нагибаться]] (только praes.) ([[ποτὶ]] γαίῃ Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[приседать от страха]], [[пугаться]], [[робеть]]: καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. притаившийся от страха под кустом; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ [[μέλλον]] ἀεὶ καραδοκοῦντες Plut. всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом (слова Эмилия Павла римской молодежи); καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. быть пораженным громадностью (чего-л.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καταπτήσσω:''' μέλ. <i>-πτήξω</i>· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ <i>καταπτήτην</i>, ποιητ. μτχ. <i>καταπτᾰκών</i>· παρακ. <i>κατέπτηχα</i>, Επικ. μτχ. <i>καταπεπτηώς</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ζαρώνω]], [[κάθομαι]] ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ζαρώνω]] φοβισμένος [[κάτω]] από, σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταπτήσσω:''' μέλ. <i>-πτήξω</i>· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ <i>καταπτήτην</i>, ποιητ. μτχ. <i>καταπτᾰκών</i>· παρακ. <i>κατέπτηχα</i>, Επικ. μτχ. <i>καταπεπτηώς</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ζαρώνω]], [[κάθομαι]] ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ζαρώνω]] φοβισμένος [[κάτω]] από, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. [[καταπλακών]])· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. [[part]]. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic [[part]]. καταπεπτηώς<br /><b class="num">1.</b> to [[crouch]] [[down]], to lie crouching or [[cowering]], Hom., Hes.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[cower]] [[beneath]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. [[part]]. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic [[part]]. καταπεπτηώς<br /><b class="num">1.</b> to [[crouch]] [[down]], to lie crouching or [[cowering]], Hom., Hes.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[cower]] [[beneath]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
fut. -πτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 A καταπτήτην Il.8.136: poet. aor. part. καταπτᾰκών A.Eu.252 (cf. καταπλακών): pf. κατέπτηκα LXXJo.2.24 (v.l. -έπτηχε), Did. in D.11.25, Them.Or.24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.Per.25, Gal.5.510; Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc.265: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27; διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7. 2 c. acc., cower beneath, ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.
French (Bailly abrégé)
f. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα;
I. au propre se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;
II. fig. 1 craindre, redouter, acc.;
2 être saisi d'admiration, admirer, acc..
Étymologie: κατά, πτήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πτήσσω, ep. indic. stamaor. 3 dual. καταπτήτην, poët. ptc. them. aor. καταπτακών; ptc. perf. later καταπεπτηχώς, wegduiken, zich verschuilen (van angst):; καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι de twee doken weg onder de wagen Il. 8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ weggedoken onder een struik Il. 22.191; νῦν ὅδ’ ἐνθάδ’ ἐστί που καταπτακών nu is hij hier ergens weggedoken Aeschl. Eum. 252; overdr. bang zijn:. κατέπτηχε... πάντα ταῦτα νῦν al deze (gevoelens) zijn nu bang weggekropen Dem. 4.8; κ. πρὸς τὸ μέλλον bang zijn voor de toekomst Plut. Aem. 27.5.
Russian (Dvoretsky)
καταπτήσσω: (fut. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα), эп. καταπτώσσω
1) припадать к земле, нагибаться (только praes.) (ποτὶ γαίῃ Hom. - in tmesi);
2) приседать от страха, пугаться, робеть: καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. притаившийся от страха под кустом; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον ἀεὶ καραδοκοῦντες Plut. всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом (слова Эмилия Павла римской молодежи); καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. быть пораженным громадностью (чего-л.).
English (Autenrieth)
aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.
Greek Monolingual
καταπτήσσω και καταπτώσσω (AM)
1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω
2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία
3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι
4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πτήσσω «ζαρώνω από φόβο»].
Greek Monotonic
καταπτήσσω: μέλ. -πτήξω· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ καταπτήτην, ποιητ. μτχ. καταπτᾰκών· παρακ. κατέπτηχα, Επικ. μτχ. καταπεπτηώς·
1. ζαρώνω, κάθομαι ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. με αιτ., ζαρώνω φοβισμένος κάτω από, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτήσσω: μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. καταπλακών)· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», κάθημαι «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ καταπεπτηυῖα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. προσπτήσσω, ὑποπτήσσω)· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ ὑπήκοον καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ μέγεθος ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
Middle Liddell
fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. part. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic part. καταπεπτηώς
1. to crouch down, to lie crouching or cowering, Hom., Hes.
2. c. acc. to cower beneath, Plut.