κεδρία: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />résine de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />résine de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεδρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ῥητίνη]] ἐκ κέδρου ἢ [[ἔλαιον]], Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]] γινόμενον.
|elnltext=κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.
}}
{{elru
|elrutext='''κεδρία:''' ион. [[κεδρίη]] ἡ кедровая смола Her., Diod.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κεδρία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[ρητίνη]] από [[κέδρο]] ή [[λάδι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κεδρία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[ρητίνη]] από [[κέδρο]] ή [[λάδι]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεδρία:''' ион. [[κεδρίη]] ἡ кедровая смола Her., Diod.
|lstext='''κεδρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ῥητίνη]] ἐκ κέδρου ἢ [[ἔλαιον]], Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]] γινόμενον.
}}
{{elnl
|elnltext=κεδρία -ας, , Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεδρία]], ἡ,<br />[[cedar]] [[resin]] or oil, Hdt. [from [[κέδρος]]
|mdlsjtxt=[[κεδρία]], ἡ,<br />[[cedar]] [[resin]] or oil, Hdt. [from [[κέδρος]]
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρία Medium diacritics: κεδρία Low diacritics: κεδρία Capitals: ΚΕΔΡΙΑ
Transliteration A: kedría Transliteration B: kedria Transliteration C: kedria Beta Code: kedri/a

English (LSJ)

Ion. κεδρίη, ἡ, oil of cedrelate (κεδρελάτη), Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.

Russian (Dvoretsky)

κεδρία: ион. κεδρίη ἡ кедровая смола Her., Diod.

Spanish

aceite de cedro

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα, συκέα)].

Greek Monotonic

κεδρία: Ιων. -ίη, , ρητίνη από κέδρο ή λάδι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.

Middle Liddell

κεδρία, ἡ,
cedar resin or oil, Hdt. [from κέδρος