κνυζηθμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jappement joyeux <i>ou</i> craintif d'un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κνυζέω]] ; cf. [[βληχηθμός]], [[μυκηθμός]], [[ὀγκηθμός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jappement joyeux <i>ou</i> craintif d'un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κνυζέω]] ; cf. [[βληχηθμός]], [[μυκηθμός]], [[ὀγκηθμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κνυζηθμός''': , [[μινυρισμός]], ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ [[ἑτέρωσε]] διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. [[κνυζάομαι]].
|elnltext=κνυζηθμός -οῦ, ὁ [κνυζέω] gejank.
}}
{{elru
|elrutext='''κνυζηθμός:''' ὁ [[повизгивание]], [[визг]] (sc. κυνῶν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κνυζηθμός:''' ὁ ([[κνυζάομαι]]), [[ούρλιασμα]], [[κλαψούρισμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κνυζηθμός:''' ὁ ([[κνυζάομαι]]), [[ούρλιασμα]], [[κλαψούρισμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κνυζηθμός:''' ὁ [[повизгивание]], [[визг]] (sc. κυνῶν Hom.).
|lstext='''κνυζηθμός''': , [[μινυρισμός]], ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ [[ἑτέρωσε]] διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. [[κνυζάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κνυζηθμός -οῦ, [κνυζέω] gejank.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνυζηθμός]], οῦ, [[κνυζάομαι]]<br />a [[whining]], whimpering, Od.
|mdlsjtxt=[[κνυζηθμός]], οῦ, [[κνυζάομαι]]<br />a [[whining]], whimpering, Od.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνυζηθμός Medium diacritics: κνυζηθμός Low diacritics: κνυζηθμός Capitals: ΚΝΥΖΗΘΜΟΣ
Transliteration A: knyzēthmós Transliteration B: knyzēthmos Transliteration C: knyzithmos Beta Code: knuzhqmo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. of dogs, whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, das Geknurr, Gewinsel, bes. der schmeichelnden od. sich fürchtenden Hunde, Od. 16, 162; auch von anderen Thieren, Gebrüll des Löwen Opp. Cyn. 3, 169 Ap. Rh. 3, 884; vom Schreien eines kleinen Kindes Ath. IX, 376 a. Vgl. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jappement joyeux ou craintif d'un chien.
Étymologie: κνυζέω ; cf. βληχηθμός, μυκηθμός, ὀγκηθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνυζηθμός -οῦ, ὁ [κνυζέω] gejank.

Russian (Dvoretsky)

κνυζηθμός:повизгивание, визг (sc. κυνῶν Hom.).

English (Autenrieth)

(κνύζω): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.

Greek Monolingual

κνυζηθμός, ὁ (Α)
1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ' ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.)
2. μούγκρισμα θηρίου
3. κλαψούρισμα παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός.

Greek Monotonic

κνυζηθμός: ὁ (κνυζάομαι), ούρλιασμα, κλαψούρισμα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνυζηθμός: ὁ, μινυρισμός, ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. κνυζάομαι.

Middle Liddell

κνυζηθμός, οῦ, κνυζάομαι
a whining, whimpering, Od.