καταμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao. Pass.</i> κατημβλύνθην;<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμβλύνω]].
|btext=<i>ao. Pass.</i> κατημβλύνθην;<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμβλύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).
|elnltext=κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμβλύνω:''' (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη [[κέντρον]] Anth.): κ. τὸ [[κέαρ]] τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταμβλύνω:''' [ῡ], [[αμβλύνω]] ή [[εξασθενίζω]], [[αποδυναμώνω]], σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ <i>κατημβλύνθην</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''καταμβλύνω:''' [ῡ], [[αμβλύνω]] ή [[εξασθενίζω]], [[αποδυναμώνω]], σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ <i>κατημβλύνθην</i>, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμβλύνω:''' (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη [[κέντρον]] Anth.): κ. τὸ [[κέαρ]] τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
|lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[blunt]], or [[dull]], Soph.: aor1 [[pass]]. κατημβλύνθην Anth.
|mdlsjtxt=<br />to [[blunt]], or [[dull]], Soph.: aor1 [[pass]]. κατημβλύνθην Anth.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμβλύνω Medium diacritics: καταμβλύνω Low diacritics: καταμβλύνω Capitals: ΚΑΤΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: katamblýnō Transliteration B: katamblynō Transliteration C: katamvlyno Beta Code: katamblu/nw

English (LSJ)

blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.

German (Pape)

[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.

Russian (Dvoretsky)

καταμβλύνω: (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη κέντρον Anth.): κ. τὸ κέαρ τινός Soph. унимать чей-л. гнев.

Greek Monolingual

καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.

Greek Monotonic

καταμβλύνω: [ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).

Middle Liddell


to blunt, or dull, Soph.: aor1 pass. κατημβλύνθην Anth.