κύπελλον: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />vase à boire.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> [[cupa]] « cuve », <i>skr.</i> kupa « fosse », [[κυφός]] avec ῡ.
|btext=ου (τό) :<br />vase à boire.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> [[cupa]] « cuve », <i>skr.</i> kupa « fosse », [[κυφός]] avec ῡ.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύπελλον''': , τό, (ἴδε [[κύμβη]] Α) [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν ἔχον εὐρεῖαν κοιλίαν, [[ποτήριον]], συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς τὸ [[δέπας]], [[σκύφος]], πρβλ. Ἀθήν. 501F, κατεσκευασμένον ἐκ μετάλλου, χρύσεια κύπελλα Ἰλ. Γ. 248, κτλ.· κύπελλα οἴνου Δ. 345· [[ἀγγεῖον]] γάλακτος, Κόϊντ. Σμυρ. 6. 345· ― [[ὡσαύτως]], Ἴων. παρ’ Ἀθην. 301F· ― πρβλ. [[ἀμφικύπελλος]]. ΙΙ. ἐν Συρακούσαις, κατὰ πληθ. τὰ τεμάχια τοῦ ἄρτου τὰ καταλειφθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 483Α.
|elnltext=κύπελλον -ου, τό [~ κυφός] beker.
}}
{{elru
|elrutext='''κύπελλον:''' () τό [[чаша]], [[кубок]] (οἴνου Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κύπελλον:''' [ῠ], τό, [[δοχείο]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]] που χρησιμεύει στην [[πόση]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]], [[κούπα]], σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κύπελλον:''' [ῠ], τό, [[δοχείο]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]] που χρησιμεύει στην [[πόση]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]], [[κούπα]], σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύπελλον:''' () τό [[чаша]], [[кубок]] (οἴνου Hom.).
|lstext='''κύπελλον''': ῠ, τό, (ἴδε [[κύμβη]] Α) [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν ἔχον εὐρεῖαν κοιλίαν, [[ποτήριον]], συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς τὸ [[δέπας]], [[σκύφος]], πρβλ. Ἀθήν. 501F, κατεσκευασμένον ἐκ μετάλλου, χρύσεια κύπελλα Ἰλ. Γ. 248, κτλ.· κύπελλα οἴνου Δ. 345· [[ἀγγεῖον]] γάλακτος, Κόϊντ. Σμυρ. 6. 345· ― [[ὡσαύτως]], Ἴων. παρ’ Ἀθην. 301F· ― πρβλ. [[ἀμφικύπελλος]]. ΙΙ. ἐν Συρακούσαις, κατὰ πληθ. τὰ τεμάχια τοῦ ἄρτου τὰ καταλειφθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 483Α.
}}
{{elnl
|elnltext=κύπελλον -ου, τό [~ κυφός] beker.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠ́πελλον Medium diacritics: κύπελλον Low diacritics: κύπελλον Capitals: ΚΥΠΕΛΛΟΝ
Transliteration A: kýpellon Transliteration B: kypellon Transliteration C: kypellon Beta Code: ku/pellon

English (LSJ)

[ῠ], τό, A (ἀτὸ τῆς κυφότητος Ath.11.482e) big-bellied drinking-vessel, beaker, goblet, freq. in Hom., χρύσεια κύπελλα Il.3.248; κύπελλα οἴνου 4.345; κύπελλα καὶ μεσομφάλους Ion Trag.20 (lyr.); also of a milk-vessel, Q.S.6.345. II at Syracuse, in plural, fragments of bread left on table, Philet. ap. Ath.11.483a.

German (Pape)

[Seite 1534] τό (eigtl. dim. von κύπη), eine Art Becher, Pokal, ohne Henkel, noch Hesych.; vgl. Ath. XI c. 65 p. 482 e ff., der es von κυφός ableitet; Il. 1, 596; χρύσεια, 3, 248 u. öfter; κύπελλα οἴνου πινέμεναι, ib. 345 u. öfter; Ion bei Ath. XI, 501 f u. sp. D.; Milchgefäß, Qu. Sm. 6, 345. – Nach Ath. XI, 483 a bei den Syrakusiern τὰ τῆς μάζης καὶ τῶν ἄρτων ἐπὶ τῆς τραπέζης καταλείμματα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase à boire.
Étymologie: DELG cf. lat. cupa « cuve », skr. kupa « fosse », κυφός avec ῡ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπελλον -ου, τό [~ κυφός] beker.

Russian (Dvoretsky)

κύπελλον: (ῠ) τό чаша, кубок (οἴνου Hom.).

English (Autenrieth)

drinking-cup, goblet, Il. 24.305, cf. 285, Il. 9.670.

Greek Monotonic

κύπελλον: [ῠ], τό, δοχείο με μεγάλη κοιλιά που χρησιμεύει στην πόση, ποτήρι, κύπελλο, κούπα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

κύπελλον: ῠ, τό, (ἴδε κύμβη Α) ἀγγεῖον πρὸς πόσιν ἔχον εὐρεῖαν κοιλίαν, ποτήριον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς τὸ δέπας, σκύφος, πρβλ. Ἀθήν. 501F, κατεσκευασμένον ἐκ μετάλλου, χρύσεια κύπελλα Ἰλ. Γ. 248, κτλ.· κύπελλα οἴνου Δ. 345· ἀγγεῖον γάλακτος, Κόϊντ. Σμυρ. 6. 345· ― ὡσαύτως, Ἴων. παρ’ Ἀθην. 301F· ― πρβλ. ἀμφικύπελλος. ΙΙ. ἐν Συρακούσαις, κατὰ πληθ. τὰ τεμάχια τοῦ ἄρτου τὰ καταλειφθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 483Α.

Middle Liddell

κῠ́πελλον, ου, τό,
a big-bellied drinking vessel, a beaker, goblet, cup, Hom. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κύπελλον: {kŭ́pellon}
Forms: myk. [ku-]pe-ra?
Grammar: n.
Meaning: bauchiges Trinkgefäß, Becher, Pokal (ep. seit Il.);
Composita: Einzelne Kompp., namentlich ἀμφικύπελλον n. Attr. von δέπας (Hom.), wörtlich "mit Bechern an beiden Seiten (od. ringsum)", d.h. Doppelbecher, d.h. zwei mit der Basis aneinander gefügte Becher (?); nach Aristarch (EM 90, 43; vgl. Ath.11,783b) doppelhenklig; vgl. Kretschmer Glotta 20, 248 m. Lit., Brommer Herm. 77, 358f., 366. — Nach einem Gewährsmann bei Ath. 11, 483a war κύπελλον sowohl den Kypriern wie den Kretern bekannt; vgl. Bowra JournofHellStud. 54, 73.
Etymology: Bei Abtrennung des mutmaßlich suffixalen ελλο -Elements, das eine Kombination von λ- und ιο- Suffixen zu enthalten scheint (vgl. Chantraine Formation 253, auch Schwyzer 483), ergibt sich ein an sich ziemlich gleichgültiger Anschluß an κύπη· τρώγλη H. mit genauen Entsprechungen in lat. cūpa Kufe, Tonne, aind. kū́pa- m. Grube, Höhle, Brunnen u.a.m., s. die ausführliche Behandlung bei W.-Hofmann s. 2. cūpa, dazu noch Mayrhofer s. kū́paḥ. — Vgl. auch κυφός.
Page 2,51