παρεξειρεσία: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />partie d'un vaisseau sans rames, <i>càd</i> extrémité de la proue <i>ou</i> de la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξ]], [[εἰρεσία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />partie d'un vaisseau sans rames, <i>càd</i> extrémité de la proue <i>ou</i> de la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξ]], [[εἰρεσία]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρεξ-ειρεσία -ας, ἡ roeiriemopbouw (constructie die uitsteekt buiten de boot en waar de riemen doorheen lopen), ‘outrigger’. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεξειρεσία:''' ἡ [[оконечность корабля]] (на носу или на корме, незанятая гребцами) Thuc., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παρεξειρεσία:''' ἡ, [[μέρος]] του πλοίου που δεν είναι κατειλημμένο από κωπηλάτες, [[πρύμνη]] ή [[πλώρη]], σε Θουκ. | |lsmtext='''παρεξειρεσία:''' ἡ, [[μέρος]] του πλοίου που δεν είναι κατειλημμένο από κωπηλάτες, [[πρύμνη]] ή [[πλώρη]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρεξειρεσία''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τοῦ πλοίου τὸ [[πέραν]] (δηλ τὸ μὴ κατειλημμένον ὑπὸ) τῶν ἐρετῶν, δηλ. ἑκάτερον [[ἄκρον]] τοῦ πλοίου, ἡ [[πρῷρα]] ἢ ἡ [[πρύμνα]], ἀλλὰ συνήθως ἡ [[πρῷρα]], Θουκ. 4. 12, πρβλ, ἰδίως 7. 34, Πλούτ. 2. 347Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παρεξ-ειρεσία, ἡ,<br />the [[part]] of the [[ship]] [[beyond]] the rowers, at [[either]] end, Thuc. | |mdlsjtxt=παρεξ-ειρεσία, ἡ,<br />the [[part]] of the [[ship]] [[beyond]] the rowers, at [[either]] end, Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, outrigger, oar-box, a closed structure built out from the sides of a ship, through which the oars passed, Th.4.12, 7.34(pl.), Plu.2.347b, Arr.Peripl.M.Eux.3 (pl.), Fr.160 J., Polyaen.3.11.13.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ (nach den VLL. gleichsam παρὲξ εἰρεσίας), der niedrigste Rand an den beiden äußersten Schiffsenden hinten und vorn, wo keine Ruderer und Ruderbänke mehr sind, Thuc. 4, 12. 7, 34; ἀποκλίνειν εἰς τὴν παρ., von Verwundeten gesagt, Plut. de glor. Ath. 3; Polyaen. 3, 11, 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
partie d'un vaisseau sans rames, càd extrémité de la proue ou de la poupe.
Étymologie: παρά, ἐξ, εἰρεσία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεξ-ειρεσία -ας, ἡ roeiriemopbouw (constructie die uitsteekt buiten de boot en waar de riemen doorheen lopen), ‘outrigger’.
Russian (Dvoretsky)
παρεξειρεσία: ἡ оконечность корабля (на носу или на корме, незанятая гребцами) Thuc., Plut.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το μέρος του πλοίου πέρα από τους εφέτες, το κατώτατο σημείο της πλώρης και της πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέξ + εἰρεσία «κωπηλασία»].
Greek Monotonic
παρεξειρεσία: ἡ, μέρος του πλοίου που δεν είναι κατειλημμένο από κωπηλάτες, πρύμνη ή πλώρη, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξειρεσία: ἡ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ πέραν (δηλ τὸ μὴ κατειλημμένον ὑπὸ) τῶν ἐρετῶν, δηλ. ἑκάτερον ἄκρον τοῦ πλοίου, ἡ πρῷρα ἢ ἡ πρύμνα, ἀλλὰ συνήθως ἡ πρῷρα, Θουκ. 4. 12, πρβλ, ἰδίως 7. 34, Πλούτ. 2. 347Β.
Middle Liddell
παρεξ-ειρεσία, ἡ,
the part of the ship beyond the rowers, at either end, Thuc.