παραβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]].
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραβλώσκω''': ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, [[συνοδεύω]] τινά, [[βαδίζω]] πλησίον [[αὐτοῦ]], [[μάλιστα]] [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ [[αὖτε]] φιλομμειδὴς [[Ἀφροδίτη]] αἰεὶ [[παρμέμβλωκε]] Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ [[μήτηρ]] παρμέμβλωκεν Ω. 73.
|elnltext=παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραβλώσκω:''' только эп. 3 л. sing. pf. [[παρμέμβλωκε]](ν) приходить на выручку (τινί Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''παραβλώσκω:''' Επικ. παρακ. παρ-[[μέμβλωκα]], [[συνοδεύω]] κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παραβλώσκω:''' Επικ. παρακ. παρ-[[μέμβλωκα]], [[συνοδεύω]] κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραβλώσκω:''' только эп. 3 л. sing. pf. [[παρμέμβλωκε]](ν) приходить на выручку (τινί Hom.).
|lstext='''παραβλώσκω''': ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, [[συνοδεύω]] τινά, [[βαδίζω]] πλησίον [[αὐτοῦ]], [[μάλιστα]] [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ [[αὖτε]] φιλομμειδὴς [[Ἀφροδίτη]] αἰεὶ [[παρμέμβλωκε]] Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ [[μήτηρ]] παρμέμβλωκεν Ω. 73.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic perf. παρ-[[μέμβλωκα]]<br />to go [[beside]], for the [[purpose]] of [[protecting]], c. dat., Il.
|mdlsjtxt=epic perf. παρ-[[μέμβλωκα]]<br />to go [[beside]], for the [[purpose]] of [[protecting]], c. dat., Il.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώσκω Medium diacritics: παραβλώσκω Low diacritics: παραβλώσκω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: parablṓskō Transliteration B: parablōskō Transliteration C: paravlosko Beta Code: parablw/skw

English (LSJ)

poet. pf. παρμέμβλωκα, go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.

German (Pape)

[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώσκω: только эп. 3 л. sing. pf. παρμέμβλωκε(ν) приходить на выручку (τινί Hom.).

English (Autenrieth)

perf. παρμέμβλωκε: go (with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.

Greek Monolingual

Α
βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

παραβλώσκω: Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.

Middle Liddell

epic perf. παρ-μέμβλωκα
to go beside, for the purpose of protecting, c. dat., Il.