παλίωξις: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />retour offensif des fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἰώκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />retour offensif des fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἰώκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]].
|elnltext=παλίωξις -εως, ἡ [πάλιν, ἰωκή] tegenaanval.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίωξις:''' εως () ἡ [[ἰωκή]] стремительный переход из отступления в контратаку, взаимная контратака (παρὰ [[νηῶν]] Τρώων Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πᾰλίωξις:''' [ῑ], ἡ (παλίν, [[ἰωκή]]), εκ νέου [[καταδίωξη]] ως [[ανταπόδοση]], όπως όταν οι καταδιωκόμενοι ξεφεύγουν και στρέφονται [[εναντίον]] των διωκτών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''πᾰλίωξις:''' [ῑ], ἡ (παλίν, [[ἰωκή]]), εκ νέου [[καταδίωξη]] ως [[ανταπόδοση]], όπως όταν οι καταδιωκόμενοι ξεφεύγουν και στρέφονται [[εναντίον]] των διωκτών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίωξις:''' εως () ἡ [[ἰωκή]] стремительный переход из отступления в контратаку, взаимная контратака (παρὰ [[νηῶν]] Τρώων Hom.).
|lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίωξις -εως, [πάλιν, ἰωκή] tegenaanval.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλί-¯ωξις, εως, [παλίν, [[ἰωκή]]<br />[[pursuit]] [[back]] [[again]] or in [[turn]], as [[when]] fugitives [[rally]] and [[turn]] on [[their]] pursuers, Il., Hes.
|mdlsjtxt=πᾰλί-¯ωξις, εως, [παλίν, [[ἰωκή]]<br />[[pursuit]] [[back]] [[again]] or in [[turn]], as [[when]] fugitives [[rally]] and [[turn]] on [[their]] pursuers, Il., Hes.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίωξις Medium diacritics: παλίωξις Low diacritics: παλίωξις Capitals: ΠΑΛΙΩΞΙΣ
Transliteration A: palíōxis Transliteration B: paliōxis Transliteration C: palioksis Beta Code: pali/wcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάλι, ἰωκή) pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71; ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc.154: in late Prose, App.Mith.49.

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Theil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν, Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
retour offensif des fuyards.
Étymologie: πάλιν, ἰώκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίωξις -εως, ἡ [πάλιν, ἰωκή] tegenaanval.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίωξις: εως (ῑ) ἡ ἰωκή стремительный переход из отступления в контратаку, взаимная контратака (παρὰ νηῶν Τρώων Hom.).

English (Autenrieth)

(ἴωξις, διώκω): pursuit back again, rally. (Il.)

Greek Monolingual

παλίωξις, ἡ (Α)
η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»].

Greek Monotonic

πᾰλίωξις: [ῑ], ἡ (παλίν, ἰωκή), εκ νέου καταδίωξη ως ανταπόδοση, όπως όταν οι καταδιωκόμενοι ξεφεύγουν και στρέφονται εναντίον των διωκτών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίωξις: ἡ, (πάλιν, ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω δίωξις τῶν διωκόντων, ὅταν δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· οὕτως, ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ προΐωξις, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. παλινδίωξις.

Middle Liddell

πᾰλί-¯ωξις, εως, [παλίν, ἰωκή
pursuit back again or in turn, as when fugitives rally and turn on their pursuers, Il., Hes.