πλήξιππος: Difference between revisions
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui dompte les chevaux, habile cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]], [[ἵππος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui dompte les chevaux, habile cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]], [[ἵππος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] [[paarden opzwepend]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλήξιππος:''' дор. [[πλάξιππος]] 2 [[погоняющий коней]] (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[πλάξιππος]], -ον, Α<br />αυτός που χτυπάει με το [[μαστίγιο]] τους ίππους, ο [[έμπειρος]] [[καβαλάρης]] (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.<br />β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πληξι</i>- του [[πλήσσω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλήξις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρύψ</i>-<i>ιππος</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[πλάξιππος]], -ον, Α<br />αυτός που χτυπάει με το [[μαστίγιο]] τους ίππους, ο [[έμπειρος]] [[καβαλάρης]] (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.<br />β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πληξι</i>- του [[πλήσσω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλήξις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρύψ</i>-<i>ιππος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλήξιππος''': Δωρ. [[πλάξ]]-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ [[ἱππόδαμος]], Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· [[ἱμάσθλη]] Νόνν. Δ. 20. 227. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλήξ]]-ιππος, δοριξ πλᾱξιππος, ον,<br />[[striking]] or [[driving]] horses, Il., Hes. | |mdlsjtxt=[[πλήξ]]-ιππος, δοριξ πλᾱξιππος, ον,<br />[[striking]] or [[driving]] horses, Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. πλάξιππος, ον, striking horses or driving horses, epithet of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.
German (Pape)
[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.
Russian (Dvoretsky)
πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.
English (Autenrieth)
lasher of horses. (Il.)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].
Greek (Liddell-Scott)
πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.
Middle Liddell
πλήξ-ιππος, δοριξ πλᾱξιππος, ον,
striking or driving horses, Il., Hes.