πλεονάκις: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />plus souvent.<br />'''Étymologie:''' [[πλέον]], -ακις.
|btext=<i>adv.</i><br />plus souvent.<br />'''Étymologie:''' [[πλέον]], -ακις.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλεονάκις''': [], Ἐπίρρ., ([[πλέων]]) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας [[φοράς]], κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ [[ἐλαττονάκις]], Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― [[ὡσαύτως]] [[πλειονάκις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.
|elnltext=πλεονάκις [πλέον] adv., vaker, herhaaldelijk; vermenigvuldigd met een groter getal. Plat. Tht. 148a.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονάκις:''' () adv.<br /><b class="num">1)</b> [[многократно]], [[часто]] (ἢ [[ἅπαξ]] ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ [[αὐτό]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[большее число раз]]: [[ἐλάττων]] π. [[γενέσθαι]] Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλεονάκις:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πλέων]]), πιο [[συχνά]], συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, [[συχνά]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πλεονάκις:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πλέων]]), πιο [[συχνά]], συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, [[συχνά]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλεονάκις:''' () adv.<br /><b class="num">1)</b> [[многократно]], [[часто]] (ἢ [[ἅπαξ]] ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ [[αὐτό]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[большее число раз]]: [[ἐλάττων]] π. [[γενέσθαι]] Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.
|lstext='''πλεονάκις''': [], Ἐπίρρ., ([[πλέων]]) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας [[φοράς]], κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ [[ἐλαττονάκις]], Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― [[ὡσαύτως]] [[πλειονάκις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πλεονάκις [πλέον] adv., vaker, herhaaldelijk; vermenigvuldigd met een groter getal. Plat. Tht. 148a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονάκις Medium diacritics: πλεονάκις Low diacritics: πλεονάκις Capitals: ΠΛΕΟΝΑΚΙΣ
Transliteration A: pleonákis Transliteration B: pleonakis Transliteration C: pleonakis Beta Code: pleona/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (πλέων) A more frequently, oftener, Hp.Acut.29, Lys.14.30, Pl.Phd.112d, etc.; several times, frequently, Arist.Pol.1299a9, IG22.682.25, 1304.5, PCair.Zen.31.11 (iii B.C.); too often, Hp.Aph.5.16. II taken more times together, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Pl.Tht.148a:—also πλεονάκι, PMagd.25.4 (iii B.C.); πλειονάκις, PCair.Zen.29.2 (iii B.C.), IG12(5).533 (Ceos, iii B. C.), 9(1).694.45 (Corc., ii B.C.); πλειονάκι, Sammelb.4638.18 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 630] adv., öfter, Lys. 14, 30, Plat. Phaed. 112 d; Ggstz ἐλαττονάκις, Theaet. 148 a; Isocr. 3, 19; Arist. eth. 5, 1 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

adv.
plus souvent.
Étymologie: πλέον, -ακις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονάκις [πλέον] adv., vaker, herhaaldelijk; vermenigvuldigd met een groter getal. Plat. Tht. 148a.

Russian (Dvoretsky)

πλεονάκις: (ᾰ) adv.
1) многократно, часто (ἢ ἅπαξ ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ αὐτό Arst.);
2) большее число раз: ἐλάττων π. γενέσθαι Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.

Greek Monolingual

ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α
επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα
αρχ.
1. πολλές φορές, συχνά
2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα
3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλε()ον, ουδ. του πλείων + επιρρμ. κατάλ. -άκι(ς) (πρβλ. πλειστ -άκις)].

Greek Monotonic

πλεονάκις: [ᾰ], επίρρ. (πλέων), πιο συχνά, συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, συχνά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πλέων) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· πολλάκις, συχνάκις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας φοράς, κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ ἐλαττονάκις, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― ὡσαύτως πλειονάκις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.

Middle Liddell

πλέων
more frequently, oftener, Plat.: several times, frequently, Arist.

English (Woodhouse)

oftener

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)