πλειστοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui amène le plus fort point <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui amène le plus fort point <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλειστοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.
|elnltext=πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).
}}
{{elru
|elrutext='''πλειστοβόλος:''' выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλειστοβόλος:''' -ον, [[ρίχνω]] τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.
|lsmtext='''πλειστοβόλος:''' -ον, [[ρίχνω]] τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλειστοβόλος:''' выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.
|lstext='''πλειστοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.
}}
{{elnl
|elnltext=πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλειστο-[[βόλος]], ον,<br />throwing the [[most]], of dicers, Anth.
|mdlsjtxt=πλειστο-[[βόλος]], ον,<br />throwing the [[most]], of dicers, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστοβόλος Medium diacritics: πλειστοβόλος Low diacritics: πλειστοβόλος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pleistobólos Transliteration B: pleistobolos Transliteration C: pleistovolos Beta Code: pleistobo/los

English (LSJ)

ον (parox.), throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).

Russian (Dvoretsky)

πλειστοβόλος: выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.

Middle Liddell

πλειστο-βόλος, ον,
throwing the most, of dicers, Anth.