πανώλης: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br /><i>c.</i> [[πανώλεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[ὄλλυμι]].
|btext=ης, ες:<br /><i>c.</i> [[πανώλεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[ὄλλυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰνώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) = [[πανώλεθρος]], π. ὄλλυσθαι Αἰσχύλ Θήβ. 552· ἔρρειν π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· [[ἐξώλης]], [[πανώλης]] ἤτω, [[τύπος]] κατάρας, Ἐπιγραφ. Ἁλικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, πρβλ. 2664. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[πανώλεθρος]] Ι. 2, Σοφ. Ο. Κ. 1264, Ἠλ. 544, Εὐρ. Ἠλ. 60. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1015.
|elnltext=πανώλης -ες [πᾶς, ὄλλυμι] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνώλης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совершенно погибший]] (Βακτρίων δ᾽ [[ἔρρει]] π. [[δῆμος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[отверженный]], [[проклятый]] ([[παῖς]] ὁ Λαερτίου Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[губительнейший]] (ξυμφοραί Soph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[πανώλεθρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], όπως το [[πανώλεθρος]] I. 2, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εντελώς [[καταστρεπτικός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πᾰνώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[πανώλεθρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], όπως το [[πανώλεθρος]] I. 2, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εντελώς [[καταστρεπτικός]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰνώλης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совершенно погибший]] (Βακτρίων δ᾽ [[ἔρρει]] π. [[δῆμος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[отверженный]], [[проклятый]] ([[παῖς]] ὁ Λαερτίου Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[губительнейший]] (ξυμφοραί Soph.).
|lstext='''πᾰνώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) = [[πανώλεθρος]], π. ὄλλυσθαι Αἰσχύλ Θήβ. 552· ἔρρειν π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· [[ἐξώλης]], [[πανώλης]] ἤτω, [[τύπος]] κατάρας, Ἐπιγραφ. Ἁλικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, πρβλ. 2664. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[πανώλεθρος]] Ι. 2, Σοφ. Ο. Κ. 1264, Ἠλ. 544, Εὐρ. Ἠλ. 60. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1015.
}}
{{elnl
|elnltext=πανώλης -ες [πᾶς, ὄλλυμι] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνώλης Medium diacritics: πανώλης Low diacritics: πανώλης Capitals: ΠΑΝΩΛΗΣ
Transliteration A: panṓlēs Transliteration B: panōlēs Transliteration C: panolis Beta Code: panw/lhs

English (LSJ)

ες, (ὄλλυμι) A = πανώλεθρος 1.1, π. ὄλλυσθαι A.Th.552; ἔρρειν π. Id.Pers.732; ἤτω ἐξώλης τε καὶ πανώλης, a form of execration, Wiener Denkschr.44(6) p.54 (Cilicia). 2 in moral sense, = πανώλεθρος 1.2, S.OC1264, El.544, E.El.60. II Act., all-destructive, συμφοραί S.OC1015.

German (Pape)

[Seite 466] ες, ganz verderbt, wie πανώλεθρος; Aesch. ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ' ὀλοίατο, Spt. 552; Pers. 718; auch verworfen, verrucht, τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 1341; O. C. 1266, vgl. El. 534, wie Eur. El. 60; – ganz verderblich, ξυμφοραί, Soph. O. C. 1019.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
c. πανώλεθρος.
Étymologie: πᾶς, ὄλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανώλης -ες [πᾶς, ὄλλυμι] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνώλης:
1) совершенно погибший (Βακτρίων δ᾽ ἔρρει π. δῆμος Aesch.);
2) отверженный, проклятый (παῖς ὁ Λαερτίου Soph.);
3) губительнейший (ξυμφοραί Soph.).

Greek Monotonic

πᾰνώλης: -ες (ὄλλυμι),
I. 1. = πανώλεθρος, σε Αισχύλ.
2. με ηθική σημασία, όπως το πανώλεθρος I. 2, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., εντελώς καταστρεπτικός, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώλης: -ες, (ὄλλυμι) = πανώλεθρος, π. ὄλλυσθαι Αἰσχύλ Θήβ. 552· ἔρρειν π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· ἐξώλης, πανώλης ἤτω, τύπος κατάρας, Ἐπιγραφ. Ἁλικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, πρβλ. 2664. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ πανώλεθρος Ι. 2, Σοφ. Ο. Κ. 1264, Ἠλ. 544, Εὐρ. Ἠλ. 60. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1015.

Middle Liddell

πᾰν-ώλης, ες ὄλλυμι
I. = πανώλεθρος, Aesch.
2. in moral sense, like πανώλεθρος I. 2, Soph., Eur.
II. act. all-destructive, Soph.

English (Woodhouse)

abominable, base, harmful, ruinous, causing ruin, destroyed utterly, utterly ruined

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)