προαγγέλλω: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=annoncer d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγγέλλω]]. | |btext=annoncer d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγγέλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προ-αγγέλλω van tevoren verkondigen; met acc.; met AcI:. μάχην... ἔσεσθαι προαγγέλλουσι zij kondigen aan dat er een veldslag zal zijn Xen. Cyr. 3.3.34. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προαγγέλλω:''' [[заранее возвещать]], [[наперед объявлять]] (π. μάχην [[ἔσεσθαι]] Xen.; πόλεμον π. Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προαγγέλλω:''' μέλ. <i>-αγγελῶ</i>, [[ανακοινώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Ξεν. | |lsmtext='''προαγγέλλω:''' μέλ. <i>-αγγελῶ</i>, [[ανακοινώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προαγγέλλω''': ἀγγέλλω, [[ἀναγγέλλω]] πρότερον, [[προηγουμένως]], προειδοποιῶ, [[προλέγω]], [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 5. 3, 12· πόλεμον Πολύβ. 3. 20. 8· μάχην ἔσεσθαι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 34. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
declare, announce beforehand, X.Cyr.5.3.12; πόλεμον Plb.3.20.8; μάχην ἔσεσθαι X.Cyr.3.3.34:—Pass., Th.7.65; τὸν προαγγελέντα Berl.Sitzb. 1927.170 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 704] vorherverkündigen; οἱ θεοὶ μάχην ἔσεσθαι προαγγέλλουσιν, Xen. Cyr. 3, 3, 34; πόλεμον, ankündigen, Pol. 3, 20, 8 u. Sp.; die VLL. erkl. προηγγελκέναι durch προμεμηνυκέναι.
French (Bailly abrégé)
annoncer d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αγγέλλω van tevoren verkondigen; met acc.; met AcI:. μάχην... ἔσεσθαι προαγγέλλουσι zij kondigen aan dat er een veldslag zal zijn Xen. Cyr. 3.3.34.
Russian (Dvoretsky)
προαγγέλλω: заранее возвещать, наперед объявлять (π. μάχην ἔσεσθαι Xen.; πόλεμον π. Polyb.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αναγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω, προειδοποιώ (α. «η κυβέρνηση προαγγέλλει νέα φορολογικά μέτρα» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῖς καὶ ή ἐπιβολή τῶν σιδηρῶν χειρῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
προμηνύω («τα σύννεφα προαγγέλλουν καταιγίδα»).
Greek Monotonic
προαγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προαγγέλλω: ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω πρότερον, προηγουμένως, προειδοποιῶ, προλέγω, ταῦτα Ξεν. Κύρ. 5. 3, 12· πόλεμον Πολύβ. 3. 20. 8· μάχην ἔσεσθαι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 34.
Middle Liddell
fut. -αγγελῶ
to announce beforehand, Xen.