προμαρτύρομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=attester d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μαρτύρομαι]]. | |btext=attester d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μαρτύρομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμαρτύρομαι:''' (ῡ) предвозвещать, предрекать (τι NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''προμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ., είμαι [[μάρτυρας]], [[μαρτυρώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ., είμαι [[μάρτυρας]], [[μαρτυρώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προμαρτύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ [[προηγουμένως]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.
French (Bailly abrégé)
attester d'avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen.
Russian (Dvoretsky)
προμαρτύρομαι: (ῡ) предвозвещать, предрекать (τι NT).
English (Strong)
from πρό and μαρτύρομαι; to be a witness in advance i.e. predict: testify beforehand.
English (Thayer)
1. antetestor (in the old lexicons).
2. to testify beforehand, i. e. to make known by prediction: Basil of Seleucia, 32a. (Migne vol. lxxxv.) and) by Theodorus Metochita (c. 75, misc., p. 504) — a writer of the 1300-1399> fourteenth century.
Greek Monolingual
ΜΑ
δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῡμα Χριστοῦ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)
μσν.
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»].
Greek Monotonic
προμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
Middle Liddell
Dep. to witness beforehand, NTest.
Chinese
原文音譯:promartÚromai 普羅-馬而替羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-印證
字義溯源:預先證明,預先見證;由(πρό)*=前)與(μαρτύρομαι)=傳召作證)組成;而 (μαρτύρομαι)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 預先證明(1) 彼前1:11