προσποίημα: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce que l'on prend <i>ou</i> prélève pour soi;<br /><b>2</b> affectation, faux-semblant, feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce que l'on prend <i>ou</i> prélève pour soi;<br /><b>2</b> affectation, faux-semblant, feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσποίημα''': τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ [[προσηκόντως]], [[πρόφασις]], [[ἀξίωσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) [[προσωπεῖον]], [[προσποίησις]], Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.
|elnltext=προσποίημα -ατος, τό [προσποιέω] pretentie.
}}
{{elru
|elrutext='''προσποίημα:''' ατος τό притворство, симуляция (δικαιοσύνης Plut.): τῷ προσποιήματι Arst. притворно.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσποίημα:''' -ατος, τό, [[προσποίηση]], [[πρόφαση]], [[αξίωση]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προσποίημα:''' -ατος, τό, [[προσποίηση]], [[πρόφαση]], [[αξίωση]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσποίημα:''' ατος τό притворство, симуляция (δικαιοσύνης Plut.): τῷ προσποιήματι Arst. притворно.
|lstext='''προσποίημα''': τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ [[προσηκόντως]], [[πρόφασις]], [[ἀξίωσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) [[προσωπεῖον]], [[προσποίησις]], Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσποίημα -ατος, τό [προσποιέω] pretentie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσποίημα]], ατος, τό, [from [[προσποιέω]]<br />a [[pretence]], [[assumption]], Arist.
|mdlsjtxt=[[προσποίημα]], ατος, τό, [from [[προσποιέω]]<br />a [[pretence]], [[assumption]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποίημα Medium diacritics: προσποίημα Low diacritics: προσποίημα Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: prospoíēma Transliteration B: prospoiēma Transliteration C: prospoiima Beta Code: prospoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f. 2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7. 3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l'on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσποίημα -ατος, τό [προσποιέω] pretentie.

Russian (Dvoretsky)

προσποίημα: ατος τό притворство, симуляция (δικαιοσύνης Plut.): τῷ προσποιήματι Arst. притворно.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσποιοῦμαι
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.

Greek Monotonic

προσποίημα: -ατος, τό, προσποίηση, πρόφαση, αξίωση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.

Middle Liddell

προσποίημα, ατος, τό, [from προσποιέω
a pretence, assumption, Arist.