σκιαγράφημα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκιαγράφημα -ατος, τό [σκιαγραφέω] schildering met schaduweffect. Plat. Tht. 208e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκιᾱγράφημα:''' ατος (ρᾰ) τό перспективное изображение Plat. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκῐᾱγράφημα:''' -ατος, τό, [[σχέδιο]], [[σκίτσο]], [[ιχνογράφημα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σκῐᾱγράφημα:''' -ατος, τό, [[σχέδιο]], [[σκίτσο]], [[ιχνογράφημα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκιᾱγράφημα''': τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. [[σκιαγραφία]]), [[ἐπειδὴ]] [[ἐγγὺς]] [[ὥσπερ]] σκιαγραφήματος [[γέγονα]] τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]<br />a [[mere]] [[sketch]], Plat. | |mdlsjtxt=σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]<br />a [[mere]] [[sketch]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, painting with the shadows, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht.208e; κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.
German (Pape)
[Seite 897] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dessin ou peinture en perspective.
Étymologie: σκιαγραφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιαγράφημα -ατος, τό [σκιαγραφέω] schildering met schaduweffect. Plat. Tht. 208e.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾱγράφημα: ατος (ρᾰ) τό перспективное изображение Plat.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α σκιαγραφώ
1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις
2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο
νεοελλ.
1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία
2. (μαθ.-φυσ.) το προϊόν της σκιαγραφίας
3. μτφ. περιγραφή πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές
αρχ.
φρ. «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας.
Greek Monotonic
σκῐᾱγράφημα: -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱγράφημα: τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. σκιαγραφία), ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.
Middle Liddell
σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]
a mere sketch, Plat.