σφέλας: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=(τό) :<br />escabeau, banc.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σφαλός]].
|btext=(τό) :<br />escabeau, banc.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σφαλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφέλας''': τό, [[ὑποπόδιον]], Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον [[τεμάχιον]] ξύλου ὡς [[θήκη]] χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.
|elnltext=σφέλας, τό, ep. plur. σφέλα Od. 17.231 voetenbank, kruk.
}}
{{elru
|elrutext='''σφέλας:''' αος τό (pl. σφέλᾱ) скамеечка, табуретка Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σφέλας:''' τό, [[υποπόδιο]], [[σκαμνί]], [[βάθρο]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.
|lsmtext='''σφέλας:''' τό, [[υποπόδιο]], [[σκαμνί]], [[βάθρο]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφέλας:''' αος τό (pl. σφέλᾱ) скамеечка, табуретка Hom.
|lstext='''σφέλας''': τό, [[ὑποπόδιον]], Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον [[τεμάχιον]] ξύλου ὡς [[θήκη]] χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.
}}
{{elnl
|elnltext=σφέλας, τό, ep. plur. σφέλα Od. 17.231 voetenbank, kruk.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφέλᾰς Medium diacritics: σφέλας Low diacritics: σφέλας Capitals: ΣΦΕΛΑΣ
Transliteration A: sphélas Transliteration B: sphelas Transliteration C: sfelas Beta Code: sfe/las

English (LSJ)

τό, A footstool, Od.18.394: Ep. pl. σφέλα 17.231; dat. σφέλαϊ A.R.3.1159. II pedestal of a statue, Schwyzer 760 (Delos, vi B.C.). III hollow block of wood, for putting anything into, Nic.Th.644.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
escabeau, banc.
Étymologie: DELG σφαλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφέλας, τό, ep. plur. σφέλα Od. 17.231 voetenbank, kruk.

Russian (Dvoretsky)

σφέλας: αος τό (pl. σφέλᾱ) скамеечка, табуретка Hom.

English (Autenrieth)

αος, pl. σφέλᾶ: footstool, foot-block, Od. 18.394 and Od. 17.231.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. καθετί που μπαίνει κάτω από τα πόδια κάποιου, υποπόδιο
2. η βάση αγάλματος
3. κοίλο τεμάχιο ξύλου που χρησίμευε ως θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -ας (πρβλ. δέμ-ας). Η σημ. της λ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή σύνδεση της με τη λ. σφαλός «στρογγυλό ξύλο που φυλάκιζε τα πόδια»].

Greek Monotonic

σφέλας: τό, υποπόδιο, σκαμνί, βάθρο, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σφέλας: τό, ὑποπόδιον, Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον τεμάχιον ξύλου ὡς θήκη χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: footstool (ρ 231, σ 394, A. R. 1159), socle (Delos VIa), log? (Nic. Th. 644).
Derivatives: Dimin. σφελίσκον n. des. of an instr., prob. stool (Samos IVa). Hypostasis ἐπι-σφελ-ίτης ὁ θρανίτης H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like βρέτας, δέμας a.o. Perh. to σφαλός (s. v. w. lit.). Diff. on the meaning Wahrmann Glotta 6, 145 ff. -- Furnée 351 concludes from the possible connection with σπάλος that the word was Pre-Greek

Middle Liddell

a footstool, Od.: epic pl. σφέλα Od.

Frisk Etymology German

σφέλας: {sphélas}
Grammar: n.
Meaning: Fußschemel (ρ 231, σ 394, A. R. 1159), Sockel (Delos VIa), ‘Holzblock?’ (Nik. Th. 644).
Derivative: Demin. σφελίσκον n. Bez. eines Geräts, wahrsch. Schemel (Samos IVa). Hypostase ἐπισφελίτης·θρανίτης H.
Etymology: Bildung wie βρέτας, δέμας u.a. Vielleicht zu σφαλός (s. d. m. Lit.). Anders über die Bed. Wahrmann Glotta 6, 145 ff.
Page 2,829