τρητός: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> troué, percé : [[λίθος]] OD pierre trouée pour fixer les amarres d'un navire;<br /><b>2</b> gravé, ciselé : τρητὸν [[λέχος]] IL, OD lit orné de ciselures ; <i>sel. d'autres</i> percé de trous pour l'ajustement des différentes parties du lit <i>ou</i> pour recevoir les sangles qui supportent le lit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τιτράω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> troué, percé : [[λίθος]] OD pierre trouée pour fixer les amarres d'un navire;<br /><b>2</b> gravé, ciselé : τρητὸν [[λέχος]] IL, OD lit orné de ciselures ; <i>sel. d'autres</i> percé de trous pour l'ajustement des différentes parties du lit <i>ou</i> pour recevoir les sangles qui supportent le lit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τιτράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρητός -ή -όν [τετραίνω] doorboord. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρητός:''' [adj. verb. к [[τιτράω]]<br /><b class="num">1)</b> [[просверленный]] ([[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[снабженный отверстиями]] ([[δόναξ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[ноздреватый]], [[пористый]] ([[λίθαξ]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[резной]] ([[λέχος]] Hom., по по друг. = 2);<br /><b class="num">5)</b> проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[τετραίνω]], [[διάτρητος]], ἔχων ὀπήν, τρ. [[λίθος]] Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. [[τορευτός]]), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον [[κάτωθεν]] τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. [[ὀστοῦν]], ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. [[λίθαξ]], ἡ [[κίσηρις]], ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. [[δόναξ]], αὐλὸς [[ποιμενικός]], [[αὐτόθι]] 78. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρητός]], ή, όν verb. adj. of [[τετραίνω]]<br />[[perforated]], with a [[hole]] in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. [[inlaid]] bedsteads, or having holes [[through]] [[which]] the cords that supported the [[bedding]] were [[drawn]]:— τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], i. e. the [[honeycomb]], Pind.; τρ. [[λίθαξ]] pumice-[[stone]], Anth. | |mdlsjtxt=[[τρητός]], ή, όν verb. adj. of [[τετραίνω]]<br />[[perforated]], with a [[hole]] in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. [[inlaid]] bedsteads, or having holes [[through]] [[which]] the cords that supported the [[bedding]] were [[drawn]]:— τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], i. e. the [[honeycomb]], Pind.; τρ. [[λίθαξ]] pumice-[[stone]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (τετραίνω) perforated, with a hole in it, λίθος Od. 13.77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, prob. of inlaid bedsteads (cf. τορευτός), Il.3.448, cf. Od.1.440, al.; others expld. it of the holes through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the holes in the bedposts which received the framework (ἐνήλατα), EM 765.3:—μελισσᾶν τρητὸς πόνος, i. e. the honeycomb, Pi.P.6.54; τρητά mortised, Pl.Plt.279e; τ. ὀστοῦν, opp. ἄτρητον, Arist.HA516a27; λίθαξ τ. pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.); τ. δόνακες shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 troué, percé : λίθος OD pierre trouée pour fixer les amarres d'un navire;
2 gravé, ciselé : τρητὸν λέχος IL, OD lit orné de ciselures ; sel. d'autres percé de trous pour l'ajustement des différentes parties du lit ou pour recevoir les sangles qui supportent le lit.
Étymologie: adj. verb. de τιτράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρητός -ή -όν [τετραίνω] doorboord.
Russian (Dvoretsky)
τρητός: [adj. verb. к τιτράω
1) просверленный (λίθος Hom.);
2) снабженный отверстиями (δόναξ Anth.);
3) ноздреватый, пористый (λίθαξ Anth.);
4) резной (λέχος Hom., по по друг. = 2);
5) проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое.
English (Autenrieth)
(τιτράω): bored, pierced with holes, perforated. Mooring stones had a hole through them to receive the cable, bedsteads were perforated for the bed-cord.
English (Slater)
τρητός perforated μελισσᾶν τρητὸν πόνον (of a honeycomb) (P. 6.54)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν»
[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ.
β. «μελισσᾱν... τρητὸς πόνος» — η κηρήθρα τών μελισσών, Πίνδ.
γ. «λίθαξ τρητή» — η ελαφρόπετρα, Ανθ. Παλ.
δ. «τρητὸς δόναξ» — ποιμενικός αυλός, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη- της δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
τρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τε-τραίνω· διάτρητος, αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· τρητὰ λέχεα, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα σχοινιά που υποστηρίζουν το στρώμα· τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. κηρήθρα, σε Πίνδ.· τρητὴ λίθαξ, ελαφρόπετρα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τρητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ τετραίνω, διάτρητος, ἔχων ὀπήν, τρ. λίθος Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. τορευτός), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον κάτωθεν τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. ὀστοῦν, ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. λίθαξ, ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. δόναξ, αὐλὸς ποιμενικός, αὐτόθι 78.
Middle Liddell
τρητός, ή, όν verb. adj. of τετραίνω
perforated, with a hole in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. inlaid bedsteads, or having holes through which the cords that supported the bedding were drawn:— τρητὸς μελισσῶν πόνος, i. e. the honeycomb, Pind.; τρ. λίθαξ pumice-stone, Anth.