ψευδαπόστολος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />faux apôtre.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀπόστολος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />faux apôtre.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀπόστολος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψευδᾰπόστολος''': , [[ψευδὴς]] [[ἀπόστολος]] ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.
|elnltext=ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδαπόστολος:''' ὁ [[лжеапостол]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ψευδᾰπόστολος:''' ὁ, [[ψεύτικος]] [[απόστολος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ψευδᾰπόστολος:''' ὁ, [[ψεύτικος]] [[απόστολος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψευδαπόστολος:''' ὁ [[лжеапостол]] NT.
|lstext='''ψευδᾰπόστολος''': , [[ψευδὴς]] [[ἀπόστολος]] ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδαπόστολος Medium diacritics: ψευδαπόστολος Low diacritics: ψευδαπόστολος Capitals: ΨΕΥΔΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: pseudapóstolos Transliteration B: pseudapostolos Transliteration C: psevdapostolos Beta Code: yeudapo/stolos

English (LSJ)

ὁ, false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.

Russian (Dvoretsky)

ψευδαπόστολος:лжеапостол NT.

English (Strong)

from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.

English (Thayer)

ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.

Greek Monotonic

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψεύτικος απόστολος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.

Middle Liddell

ψευδ-ᾰπόστολος, ὁ,
a false apostle, NTest.

Chinese

原文音譯:yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-從-安放
字義溯源:假使徒;由(ψευδής)=假的)與(ἀπόστολος)=使徒,使者)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀπόστολος)出自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發), (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 假使徒(1) 林後11:13