δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=dompter, soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[δάμαλις]].
|btext=dompter, soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[δάμαλις]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰμᾰλίζω:''' Pind., med. Eur. = [[δαμάζω]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμᾰλίζω:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[δαμάζω]], [[τιθασεύω]], [[εξημερώνω]], [[υποτάσσω]], [[δαμάζω]] (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.
|lsmtext='''δᾰμᾰλίζω:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[δαμάζω]], [[τιθασεύω]], [[εξημερώνω]], [[υποτάσσω]], [[δαμάζω]] (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰμᾰλίζω:''' Pind., med. Eur. = [[δαμάζω]] 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />poet. [[form]] of [[δαμάζω]], to [[subdue]], [[break]] in: Mid., Eur.
|mdlsjtxt=<br />poet. [[form]] of [[δαμάζω]], to [[subdue]], [[break]] in: Mid., Eur.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰλίζω Medium diacritics: δαμαλίζω Low diacritics: δαμαλίζω Capitals: ΔΑΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: damalízō Transliteration B: damalizō Transliteration C: damalizo Beta Code: damali/zw

English (LSJ)

poet. = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμᾰλίζω: Pind., med. Eur. = δαμάζω 1.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).

English (Slater)

δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.

Greek Monolingual

(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].
(II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).

Greek Monotonic

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.

Middle Liddell


poet. form of δαμάζω, to subdue, break in: Mid., Eur.