περικήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq.</i> περικήδετο;<br /><b>1</b> prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;<br /><b>2</b> prendre soin de, s'inquiéter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κήδομαι]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq.</i> περικήδετο;<br /><b>1</b> prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;<br /><b>2</b> prendre soin de, s'inquiéter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κήδομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.
}}
{{elru
|elrutext='''περικήδομαι:''' дор. [[περικάδομαι]] (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.
}}
{{elru
|elrutext='''περικήδομαι:''' дор. [[περικάδομαι]] (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres.]<br />Dep. to be [[very]] [[anxious]] [[about]] a [[person]], c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to [[take]] [[care]] of a [[living]] for him, Od.
|mdlsjtxt=only in pres.]<br />Dep. to be [[very]] [[anxious]] [[about]] a [[person]], c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to [[take]] [[care]] of a [[living]] for him, Od.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικήδομαι Medium diacritics: περικήδομαι Low diacritics: περικήδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikḗdomai Transliteration B: perikēdomai Transliteration C: perikidomai Beta Code: perikh/domai

English (LSJ)

to be very anxious or concerned about, c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.N.10.54; π. τινὶ βιότου take care of his substance for him, Od.14.527.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq. περικήδετο;
1 prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;
2 prendre soin de, s'inquiéter de, gén..
Étymologie: περί, κήδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.

Russian (Dvoretsky)

περικήδομαι: дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.

Greek (Liddell-Scott)

περικήδομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀνήσυχος, περίφροντις περί τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦσυβώτης Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527.

English (Autenrieth)

ipf. περικήδετο: care greatly for, take good care of; τινός, γ 21, Od. 14.527.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. περικάδομαι Α
φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κήδομαι «φροντίζω»].

Greek Monotonic

περικήδομαι: αποθ. μόνο στον ενεστ., φροντίζω υπερβολικά ένα πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· περικήδομαί τινι βιότου, προσέχω την ζωή κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

only in pres.]
Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.