πεδινός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui forme une plaine, qui est en plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]]. | |btext=ή, όν :<br />qui forme une plaine, qui est en plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεδινός -ή -όν [πεδίον] vlak. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεδῐνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ровный]], [[равнинный]] ([[χῶρος]] Her.; [[τόπος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> [[живущий на равнине]], [[полевой]] ([[λαγώς]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεδῐνός:''' -ή, -όν ([[πεδίον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>πεδινώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε [[πεδιάδα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πεδῐνός:''' -ή, -όν ([[πεδίον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>πεδινώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε [[πεδιάδα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
v. πεδιεινός.
German (Pape)
[Seite 541] flach, eben; χῶρος, Her. 7, 198; Plat. Legg. IV, 704 d im comparat. (s. πεδιεινός). – In der Ebene sich aufhaltend, lebend, Hafen, im Ggstz von ὀρεινός, Xen. Cyn. 5, 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui forme une plaine, qui est en plaine.
Étymologie: πεδίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδινός -ή -όν [πεδίον] vlak.
Russian (Dvoretsky)
πεδῐνός:
1) ровный, равнинный (χῶρος Her.; τόπος NT);
2) живущий на равнине, полевой (λαγώς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
πεδινός: -ή, -όν, (πεδίον) ἐπίπεδος, χῶρος Ἡρόδ. 7. 198· ὑποχωρήσεις Πολύβ 1. 34, 8· πεδινώτερος (διάφ. γραφ. πεδιεινότερος) Πλάτ. Νόμ. 704D, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 2. ΙΙ. ὁ άνήκων εἶς τὴν πεδιάδα, εὐρισκόμενος ἐν τῇ πεδιάδι, ἀντίθετον τῷ ὅρειος, λαγώς Ξεν. Κυν. 5, 17· φυτὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1.
English (Strong)
from a derivative of πούς (meaning the ground); level (as easy for the feet): plain.
English (Thayer)
πεδινῇ, πεδινον (πεδίον (a plain), πέδον (the ground)), level, plain: Xenophon, Polybius, Plutarch, Dio Cass., others; the Sept..)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πεδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, πεδεινός και πεδιεινός, -ή, -όν, Α
(για έκταση) αυτός που μοιάζει στην ομαλότητα με πεδιάδα, επίπεδος, ομαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα (α. «πεδινό κλίμα» β. «πεδινό πυροβολικό» — πυροβολικό προορισμένο να δρα στις πεδιάδες
γ. «πεδινές καλλιέργειες»)
2. (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»
(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό κόμμα που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια τών εργασιών της Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνος υπό την ηγεσία του Δ. Βούλγαρη, προσωνυμία, όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών», που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789
νεοελλ.-αρχ.
1. (για χώρα) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από πεδιάδες
2. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην πεδιάδα, καμπήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεδιεινός είναι ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. πεδίον κατά το ὀρ-εινός, ενώ οι τ. πεδεινός και πεδινός είναι υστερογενείς σχηματισμοί].
Greek Monotonic
πεδῐνός: -ή, -όν (πεδίον),
I. επίπεδος, ισόπεδος, σε Ηρόδ.· συγκρ. πεδινώτερος, σε Πλάτ.
II. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε πεδιάδα, σε Ξεν.
Middle Liddell
πεδῐνός, ή, όν πεδίον
I. flat, level, Hdt.: comp. πεδινώτερος Plat.
II. of or on the plain, Xen.
Chinese
原文音譯:pedinÒj 胚笛挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:腳
字義溯源:平的,平地平坦的,平淡的;源自(πούς)*=足,腳)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 平地(1) 路6:17