συνεξανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.) tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰνίστημι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе или одновременно поднимать]] (οἱ κιττοὶ τοῖς [[δένδρεσι]] περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις [[ἅμα]] συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно возбуждать]] (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.) tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰνίστημι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе или одновременно поднимать]] (οἱ κιττοὶ τοῖς [[δένδρεσι]] περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις [[ἅμα]] συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно возбуждать]] (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αναστήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[stir]] up [[together]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 and perf. act., to [[rise]] up at the [[same]] [[time]], [[rise]] and [[come]] [[forth]] with, Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[rise]] in [[rebellion]], [[revolt]] [[together]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. -αναστήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[stir]] up [[together]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 and perf. act., to [[rise]] up at the [[same]] [[time]], [[rise]] and [[come]] [[forth]] with, Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[rise]] in [[rebellion]], [[revolt]] [[together]], Plut.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξανίστημι Medium diacritics: συνεξανίστημι Low diacritics: συνεξανίστημι Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synexanístēmi Transliteration B: synexanistēmi Transliteration C: syneksanistimi Beta Code: sunecani/sthmi

English (LSJ)

A stir up or excite together, Plu.2.44c. II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4. 2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27. 3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.

French (Bailly abrégé)

I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.) tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰνίστημι:
1) вместе или одновременно поднимать (οἱ κιττοὶ τοῖς δένδρεσι περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;
2) одновременно возбуждать (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);
3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; δῆμος ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρωἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.

Greek Monolingual

Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῖς καιροῖς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.

Greek Monotonic

συνεξανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. εξεγείρω, υποκινώ σε εξέγερση από κοινού, σε Πλούτ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και προσέρχομαι μαζί με, στον ίδ.
2. εξεγείρομαι σε στάση, επαναστατώ, αποστατώ με τη συνέργεια κάποιου, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω
I. to stir up together, Plut.
II. Pass., with aor2 and perf. act., to rise up at the same time, rise and come forth with, Plut.
2. to rise in rebellion, revolt together, Plut.