Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίλφη: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />blatte, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ης (ἡ) :<br />blatte, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{elnl
|elnltext=σίλφη -ης, ἡ kakkerlak; ook boekenwurm.
}}
{{elru
|elrutext='''σίλφη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[таракан]] Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[книжная моль]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίλφη:''' ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «[[βρομούσα]]», Λατ. [[blatta]], σε Λουκ.· επίσης, [[tinea]], είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.
|lsmtext='''σίλφη:''' ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «[[βρομούσα]]», Λατ. [[blatta]], σε Λουκ.· επίσης, [[tinea]], είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σίλφη -ης, ἡ kakkerlak; ook boekenwurm.
}}
{{elru
|elrutext='''σίλφη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[таракан]] Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[книжная моль]] Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλφη Medium diacritics: σίλφη Low diacritics: σίλφη Capitals: ΣΙΛΦΗ
Transliteration A: sílphē Transliteration B: silphē Transliteration C: silfi Beta Code: si/lfh

English (LSJ)

ἡ, A cockroach, Blatta germanica, Arist.HA601a3, Gal.12.366,641, Ael.NA1.37, Luc.Gall.31; also, bookworm, Id.Ind.17 (in form τίλφη), AP9.251 (Even.). II a kind of boat, Sch.Ar.Pax 143, Suid. (acc. to Phryn.268, τίφη (q.v.) is the correct form).

German (Pape)

[Seite 881] ἡ, 1) ein fettig aussehendes, stinkendes Insekt, Schabe, blatta; Arist. H. A. 8, 17; Luc. Gall. 31, vgl. Schol. – 2) die Büchermotte, Euen. 16 (IX, 251).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
blatte, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίλφη -ης, ἡ kakkerlak; ook boekenwurm.

Russian (Dvoretsky)

σίλφη:
1) таракан Arst., Luc.;
2) книжная моль Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σίλφη: ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· ὡσαύτως tinea, βιβλιοφάγος σκώληξ, «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 (ἔνθα ἀπαντᾷ ὁ τύπος τίλφη, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ εἶδος λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. τίφη.

Greek Monolingual

η / ΝΑ και τίλφη Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, της οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ.
β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το σκουλήκι, ο σκόρος τών βιβλίων
2. είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Για την εναλλαγή σ και τ στους τ. σίλφη / τίλφη, που κατά μία άποψη οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σαργάνι: ταργάνι, σεῦτλον: τεῦτλον.

Greek Monotonic

σίλφη: ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «βρομούσα», Λατ. blatta, σε Λουκ.· επίσης, tinea, είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of an insect, cockroach, carrion beetle (Arist., Gal., Ael., AP).
Other forms: τίλφη (Luc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology; τίλφη in Luc. can be an artificial Atticism (cf. Schwyzer 319). Form and meaning look a bit like σέρφος (s. v.). -- The τ/σ is clearly a Pre-Greek variation. Furnée 167 etc. points to Lat. delpa, which may have the same source.

Middle Liddell

σίλφη, ἡ,
an insect, blatta, Luc.: also = tinea, a book-worm, Luc., Anth.

Frisk Etymology German

σίλφη: {sílphē}
Forms: τίλφη (Luk.).
Grammar: f.
Meaning: N. eines Insekts, Schabe, Aaskäfer (Arist., Gal., Ael., AP),
Etymology: Ohne Etymologie; τίλφη bei Luk. kann künstlicher Attizismus sein (vgl. Schwyzer 319). Form und Bedeutung erinnern einigermaßen an σέρφος (s. d.).
Page 2,706-707