σκευαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui sert à transporter des bagages ; ὁ [[σκευαγωγός]] XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui sert à transporter des bagages ; ὁ [[σκευαγωγός]] XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[ἄγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευᾰγωγός:''' ὁ воен. перевозчик имущества, обозный Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευᾰγωγός:''' -όν ([[σκεῦος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, κουβαλά [[αγαθά]] ή αποσκευές, <i>τὰ σκευαγωγά</i>, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] των αποσκευών, σε Ξεν.
|lsmtext='''σκευᾰγωγός:''' -όν ([[σκεῦος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, κουβαλά [[αγαθά]] ή αποσκευές, <i>τὰ σκευαγωγά</i>, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] των αποσκευών, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευᾰγωγός:''' ὁ воен. перевозчик имущества, обозный Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκευ-ᾰγωγός, όν [[σκεῦος]]<br /><b class="num">I.</b> conveying [[goods]]:— τὰ σκ. [[baggage]]-wagons, Plut.; [[transport]] vessels, Strab.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[baggage]]-[[master]], Xen.
|mdlsjtxt=σκευ-ᾰγωγός, όν [[σκεῦος]]<br /><b class="num">I.</b> conveying [[goods]]:— τὰ σκ. [[baggage]]-wagons, Plut.; [[transport]] vessels, Strab.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[baggage]]-[[master]], Xen.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰγωγός Medium diacritics: σκευαγωγός Low diacritics: σκευαγωγός Capitals: ΣΚΕΥΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: skeuagōgós Transliteration B: skeuagōgos Transliteration C: skevagogos Beta Code: skeuagwgo/s

English (LSJ)

όν, A conveying goods, ἅμαξαι Poll.10.14; σκευαγωγά baggage-trains, Plu.Pomp.6; also, transport vessels, transports, Str.16.4.23. II as substantive, one who looks to the baggage of an army, baggage-master, X.Cyr.8.5.4.

German (Pape)

[Seite 893] όν, das Geräth wegschaffend; ὁ, Packknecht, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τό, Bagagewagen, Plut. Pomp. 6.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert à transporter des bagages ; ὁ σκευαγωγός XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.
Étymologie: σκεῦος, ἄγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6.

Russian (Dvoretsky)

σκευᾰγωγός: ὁ воен. перевозчик имущества, обозный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰγωγός: -όν, (σκεῦος) ὁ μεταφέρων σκεύη, ἅμαξαι Πολυδ. Ι΄, 14· ἡμίονοι Συνέσ. 118D· τὰ σκευαγωγά, αἱ ἅμαξαι αἱ μεταφέρουσαι τὰ σκεύη, ἔπιπλα κλπ., Πλουτ. Πομπ. 6· - ὡσαύτως καὶ πλοῖα φορτηγά, ἐνεργοῦνται μετακομίσεις, Στράβ. 780. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐπιτήρησην τῶν ἀποσκευῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 4. Πρβλ. σκευοφόρος.

Greek Monolingual

-ό / σκευαγωγός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν
αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ.
γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό
α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά αποσκευών
β) σιδηροδρομικό όχημα του ίδιου προορισμού, σκευοφόρος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.σκευαγωγός
αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, αχθοφόρος, χαμάλης («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», Ξεν.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευαγωγά
α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη
β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ τριάκοντα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ἀγωγός.

Greek Monotonic

σκευᾰγωγός: -όν (σκεῦος),
I. αυτός που μεταφέρει, κουβαλά αγαθά ή αποσκευές, τὰ σκευαγωγά, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.
II. ως ουσ., επιφορτισμένος με τη φύλαξη των αποσκευών, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκευ-ᾰγωγός, όν σκεῦος
I. conveying goods:— τὰ σκ. baggage-wagons, Plut.; transport vessels, Strab.
II. as substantive a baggage-master, Xen.