δείδια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[δέδια]].
|btext=<i>épq. c.</i> [[δέδια]].
}}
{{elnl
|elnltext=δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.
}}
{{elru
|elrutext='''δείδια:''' эп. = [[δέδια]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]).
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]).
}}
{{elru
|elrutext='''δείδια:''' эп. = [[δέδια]].
}}
{{elnl
|elnltext=δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.
}}
}}

Revision as of 11:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδια Medium diacritics: δείδια Low diacritics: δείδια Capitals: ΔΕΙΔΙΑ
Transliteration A: deídia Transliteration B: deidia Transliteration C: deidia Beta Code: dei/dia

English (LSJ)

δείδιμεν and δειδέμεν, v. δείδω.

Spanish (DGE)

v. δείδω.

German (Pape)

[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.

French (Bailly abrégé)

épq. c. δέδια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.

Russian (Dvoretsky)

δείδια: эп. = δέδια.

Greek (Liddell-Scott)

δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.

English (Autenrieth)

see δείδω.

Greek Monotonic

δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).