ὀχεία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ocheia | |Transliteration C=ocheia | ||
|Beta Code=o)xei/a | |Beta Code=o)xei/a | ||
|Definition=ἡ, (ὀχεύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ | |Definition=ἡ, ([[ὀχεύω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> a [[covering]] or [[impregnating]], of the [[male]] [[animal]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>5.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>225.4</span> (iii B. C.); <b class="b3">ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν</b>, of the female, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>748a21</span>, al.; <b class="b3">ὀχείαν ποιεῖσθαι</b>, of the two, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>540a2</span>; <b class="b3">περὶ τὰς ὀ</b>. in the [[breeding]] season, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>61</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[fertilization]] of [[plant]]s, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>172.21</span> (iii A. D., written <b class="b3">ὠχ-</b>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[ὀχέω]]) <b class="b3"> ὀχεία ποντία</b> [[holder]] of the [[ship]], i. e. [[anchor]], <span class="bibl">Trag.Adesp.251</span> (ap. Hsch., cf. [[ὀχεῖον]] II. <span class="bibl">2</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ. | |lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ [[βατεύω|βατεύειν]], ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀχεία:''' ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc. | |elrutext='''ὀχεία:''' ἡ (о животных) [[покрывание]], [[случка]], [[оплодотворение]] Xen., Arst. etc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀχεία]], ἡ, [[ὀχεύω]]<br />a [[covering]] or impregnating, of the [[male]] [[animal]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ὀχεία]], ἡ, [[ὀχεύω]]<br />a [[covering]] or impregnating, of the [[male]] [[animal]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ὀχεύω) A a covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀ. in the breeding season, Thphr. Od.61. 2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-). II (ὀχέω) ὀχεία ποντία holder of the ship, i. e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.
Greek Monotonic
ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.
Middle Liddell
ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.