Οἴτη: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />l'Œta, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:'''. | |btext=ης (ἡ) :<br />l'Œta, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Οἴτη:''' дор. [[Οἴτα|Οἴτᾱ]] ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Οἴτη:''' ἡ, το όρος [[Οἴτη]] στη [[Θεσσαλία]], σε Στράβ.· επίθ., [[Οἰταῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την [[Οἴτη]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ Οἰταῖοι</i>, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ. | |lsmtext='''Οἴτη:''' ἡ, το όρος [[Οἴτη]] στη [[Θεσσαλία]], σε Στράβ.· επίθ., [[Οἰταῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την [[Οἴτη]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ Οἰταῖοι</i>, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Οἴτη]], ἡ,<br />Mount [[Oeta]] in [[Thessaly]], Strab. | |mdlsjtxt=[[Οἴτη]], ἡ,<br />Mount [[Oeta]] in [[Thessaly]], Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Mount Oeta in Thessaly, Str.9.4.12:—Adj. Οἰταῖος, α, ον, of Oeta, S.Tr.436, etc.; οἱ Οἰταῖοι Th.3.92, etc.:—also Οἰταϊκός, ή, όν, D.L.1.106; Οἰταϊκά, τά, title of work by Nicander, Nic.Frr.15-18.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
l'Œta, mont. de Thessalie.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Οἴτη: дор. Οἴτᾱ ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Οἴτη: ἡ, τὸ ἐν Θεσσαλίᾳ ὄρος, Στράβ. 428· ― ἐπίθ. Οἰταῖος, α, ον, ὁ εἰς τὴν Οἴτην ἀνήκων, Σοφ. Τρ. 436, κτλ.· οἱ Οἰταῖοι Θουκ. 3. 92, κτλ.· ― ὡσαύτως Οἰταϊκός, ή, όν, Διογ. Λ. 1. 106.
Greek Monotonic
Οἴτη: ἡ, το όρος Οἴτη στη Θεσσαλία, σε Στράβ.· επίθ., Οἰταῖος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την Οἴτη, σε Σοφ. κ.λπ.· οἱ Οἰταῖοι, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.