δυσάλωτος: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à prendre ; difficile à conquérir ; [[δυσάλωτος]] κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁλίσκομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à prendre ; difficile à conquérir ; [[δυσάλωτος]] κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁλίσκομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσάλωτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[трудноуловимый]], [[неуловимый]] ([[ἄγρα]] Plat.; [[τροχίλος]], [[ἰχθύς]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[с трудом завоевываемый]], [[неприступный]] ([[ἀρχή]] Aesch.; [[χωρίον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[недоступный]], [[недостижимый]]: κακῶν δ. [[οὐδείς]] Soph. никому не избежать злой судьбы;<br /><b class="num">4)</b> [[трудный для понимания]], [[непостижимый]] (ἀπορώτατος καὶ δυσαλωτότατος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[неуязвимый]] (для болезней), т. е. выносливый, закаленный ([[σῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσάλωτος:''' -ον ([[ἁλῶναι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δύσκολος]] στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, [[ἄγρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να κατακτηθεί, [[δυσπόρθητος]], [[οχυρός]], σε Αισχύλ.· με γεν., <i>δ. κακῶν</i>, [[μακριά]] από την [[επιρροή]] των κακών, σε Σοφ. | |lsmtext='''δυσάλωτος:''' -ον ([[ἁλῶναι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δύσκολος]] στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, [[ἄγρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να κατακτηθεί, [[δυσπόρθητος]], [[οχυρός]], σε Αισχύλ.· με γεν., <i>δ. κακῶν</i>, [[μακριά]] από την [[επιρροή]] των κακών, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:00, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A hard to catch or take, ἄγρα Pl.Ly.206a (Comp.); of birds and fish, Arist.HA615a17,599b25; ἐρύματα Ph.2.133. 2 hard to conquer, ἀρχά A.Pr.167 (lyr.); πάθος Luc.Abd.18 (Sup.); immune, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις δ. σῶμα Gal.4.742; πρὸς νόσους Sor.1.32 (Comp.): c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, S. OC1723(lyr.). 3 hard to comprehend, Pl.Ti.51a (Sup.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1difícil de tomar o conquistar, ἀρχά A.Pr.167, ὀχυρώματα IIasos 612.20 (II a.C.), πόλις D.H.1.66, cf. 5.43, I.AI 8.364, φρουρίων δυσάλωτοι κατασκευαί I.BI 7.370, cf. Plu.2.311c, Gr.Naz.M.36.345A, χωρίον Plu.2.181c, cf. D.C.41.12.2, ἐρύματα Ph.2.133, c. dat. instrum. (πύργοι) δυσάλωτοι πυρί I.BI 3.284
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad para conquistar τῆς φρουρᾶς Gr.Naz.M.36.345A.
2 difícil de atrapar o capturar ἄγρα Pl.Ly.206a, cf. Arist.HA 615a17, de los atunes, Arist.HA 599b25, Ath.301e, λῃσταί Hld.2.24.1.
II de pers. y abstr.
1 que está fuera del alcance, inalcanzable c. gen. κακῶν γὰρ δ. οὐδείς nadie está fuera del alcance de desgracias S.OC 1723, c. dat. τοῖς ἀντιπάλοις δυσάλωτοι Philostr.Gym.35, καὶ τῷ θεῷ δ. ἐφαίνετο incluso para el dios parecía difícil de atrapar ref. a un amor inalcanzable, X.Eph.1.2.1, ὕπνῳ Hld.4.4.2
•sin rég. bien protegido, invulnerable Luc.Tyr.15, Plu.2.532c
•en un asedio inexpugnable οἱ Φαλίσκοι ... δυσάλωτοι ὄντες D.C.24.3
•de Dios difícil de alcanzar δυσάλωτόν τι χρῆμα καὶ δυσθήρατον Clem.Al.Strom.2.2.5.
2 fig., de abstr. difícil de captar o comprender εἶδός τι Pl.Ti.51a
•difícil de dominar πάθος ἁπάντων παθῶν τὸ δυσαλωτότατον Luc.Abd.18, τὴν δυσάλωτον ἰσχὺν δεδιώς Ph.1.670.
3 medic. poco propicio a caer en la enfermedad, que ofrece resistencia c. dat. o giro prep. σώματα ... δυσάλωτα ... ταῖς νόσοις Dsc.Ther.proem.p.46, τῶν γυναικῶν δυσαλωτοτέρας πρὸς νόσους Sor.1.9.70, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις τὸ συμμέτρως διακείμενον σῶμα δ. Gal.4.742, tb. sin rég. τὸ σῶμα τηρῶν δυσάλωτον Plu.Caes.17.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu fangen, einzunehmen; ἀρχή Aesch. Prom. 196; ἄγρα Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Übertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à prendre ; difficile à conquérir ; δυσάλωτος κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.
Étymologie: δυσ-, ἁλίσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσάλωτος:
1) трудноуловимый, неуловимый (ἄγρα Plat.; τροχίλος, ἰχθύς Arst.);
2) с трудом завоевываемый, неприступный (ἀρχή Aesch.; χωρίον Plut.);
3) недоступный, недостижимый: κακῶν δ. οὐδείς Soph. никому не избежать злой судьбы;
4) трудный для понимания, непостижимый (ἀπορώτατος καὶ δυσαλωτότατος Plat.);
5) неуязвимый (для болезней), т. е. выносливый, закаленный (σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλωτος: -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, ἄγρα Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) δύσληπτος, δυσνόητος, Πλάτ. Τιμ. 51Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσάλωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος
αρχ.-μσν.
αήττητος
αρχ.
1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος
2. δυσνόητος.
Greek Monotonic
δυσάλωτος: -ον (ἁλῶναι),·
I. δύσκολος στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, ἄγρα, σε Πλάτ.
2. δύσκολος στο να κατακτηθεί, δυσπόρθητος, οχυρός, σε Αισχύλ.· με γεν., δ. κακῶν, μακριά από την επιρροή των κακών, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-άλωτος, ον adj ἁλῶναι
1. hard to catch or take, ἄγρα Plat.
2. hard to conquer, tutAesch.; c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, Soph.