εἰκονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=représenter, figurer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκών]].
|btext=représenter, figurer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκών]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκονίζω:''' [[творить образы]], [[формировать]] (τὰς ἀμόρφους ὕλας Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰκονίζω]])<br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[εικόνα]], τη [[μορφή]] προσώπου ή παράστασης<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε υλικό («[[εἰκονίζω]] τὰς ἀμόρφους ὕλας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στον νου μου, [[σχηματίζω]] με τη [[φαντασία]] μου την [[εικόνα]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]], [[ξεσηκώνω]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] τα χαρακτηριστικά κάποιου σε [[επίσημο]] [[έγγραφο]].
|mltxt=(AM [[εἰκονίζω]])<br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[εικόνα]], τη [[μορφή]] προσώπου ή παράστασης<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε υλικό («[[εἰκονίζω]] τὰς ἀμόρφους ὕλας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στον νου μου, [[σχηματίζω]] με τη [[φαντασία]] μου την [[εικόνα]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]], [[ξεσηκώνω]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] τα χαρακτηριστικά κάποιου σε [[επίσημο]] [[έγγραφο]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκονίζω:''' [[творить образы]], [[формировать]] (τὰς ἀμόρφους ὕλας Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονίζω Medium diacritics: εἰκονίζω Low diacritics: εικονίζω Capitals: ΕΙΚΟΝΙΖΩ
Transliteration A: eikonízō Transliteration B: eikonizō Transliteration C: eikonizo Beta Code: ei)koni/zw

English (LSJ)

A copy from a pattern, PPar.65.12 (ii B. C.). 2 draw up an official description, PFay.36.23 (ii A. D.), etc. 3 mould into form, τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1; εἰ. ἀλήθειαν to give the semblance of truth, Aphth.Prog.1:—Med., picture to oneself, θάνατον Vett. Val.226.19.

Spanish (DGE)

I tr.
1 modelar, dar forma o imagen, simbolizar ἰδέα ἐστὶν οὐσία ἀσώματος ... εἰκονίζουσα ... τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1, ἡ περὶ Χριστοῦ νόησις ... ἐγγινομένη ψυχῇ ... εἰκονίζει αὐτὴν κατ' αὐτόν Didym.Gen.58.2, ἔστι δὲ μύθος λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθειαν Aphth.Prog.1, λέγομεν εἰκονίζ[ει] ν τὴν ἀρετὴν τὸν μετέχοντα αὐτῆς decimos que es una imagen de la virtud el que participa de ella Didym.Gen.57.28.
2 extractar, resumir contratos privados en registros oficiales, recogiendo sus datos principales UPZ 1.p.597.12 (II a.C.).
3 admin., en pap. identificar, verificar la identidad de un individuo en un documento, como función propia de los nomógrafos Κάστωρ νομογράφος εἰκόνικα φαμένου μὴ εἰδέναι γράμματα PFay.36.23, cf. BGU 2475.6 (ambos II d.C.), en v. pas. PGraux.30.4.19 (II d.C.)
como una función de los epistrategos certificar la identificación efectuada en una instancia inferior, en v. pas. εἰκο(νίσθαι) ὑπὸ ... ἐπιστρα(τήγου) PWash.Univ.3.16, tb. en v. med. PSI 199.5 (ambos III d.C.).
II intr. en v. med.
1 modelarse, configurarse λέγεται οὗτος ὁ κόσμος εἰκὼν ἀεὶ εἰκονιζόμενος Plot.2.3.18.
2 representarse, imaginarse θαλασσίαις ζάλαις καὶ ἀνέμων ῥιπαῖς ... εἰκονιζόμενοι τὸν θάνατον Vett.Val.215.14.

German (Pape)

[Seite 726] in einem Bilde machen, nachbilden, τί, Plut. plac. phil. 1, 10 u. a. Sp.; nach Suid. = χαρακτηρίζω.

French (Bailly abrégé)

représenter, figurer.
Étymologie: εἰκών.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονίζω: творить образы, формировать (τὰς ἀμόρφους ὕλας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονίζω: μέλλ. -ίσω, ἀπεικονίζω, δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ ἰδέα) Πλούτ. 2. 882D· λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν.

Greek Monolingual

(AM εἰκονίζω)
1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης
2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας»)
αρχ.-μσν.
φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου
μσν.
1. συμβολίζω
2. φανερώνω, αποκαλύπτω
αρχ.
1. αντιγράφω, ξεσηκώνω σχέδιο
2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου σε επίσημο έγγραφο.