δόκημα: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> vision;<br /><b>2</b> apparence;<br /><b>3</b> opinion.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> vision;<br /><b>2</b> apparence;<br /><b>3</b> opinion.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δόκημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[мнение]]: δοκημάτων [[ἐκτός]] Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;<br /><b class="num">2)</b> [[видение]], [[призрак]] (δ. νυκτερωπόν Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δόκημα:''' -ατος, τό ([[δοκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> όραμα, [[φάντασμα]], σε Ευρ.· <i>οἱ δοκήμασιν σοφοί</i>, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], στον ίδ. | |lsmtext='''δόκημα:''' -ατος, τό ([[δοκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> όραμα, [[φάντασμα]], σε Ευρ.· <i>οἱ δοκήμασιν σοφοί</i>, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359. 2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.). II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I abstr.
1 creencia, opinión δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν ἐλπίς E.HF 771, δοκήμασι según las opiniones, según creen E.IT 176.
2 aparición, visión δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.HF 112.
3 apariencia, parecer τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.Tr.411, τὰ δοκήματα op. τὰ φύντα ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.Fr.18M.
II concr.
1 decreto ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις Nouveau Choix 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. SEG 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).
2 sentencia, decisión en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto IG 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vision;
2 apparence;
3 opinion.
Étymologie: δοκέω.
Russian (Dvoretsky)
δόκημα: ατος τό
1) мнение: δοκημάτων ἐκτός Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;
2) видение, призрак (δ. νυκτερωπόν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.
Greek Monolingual
δόκημα, το (Α) δοκώ
1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων»)
2. γνώμη, προσδοκία
3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).
Greek Monotonic
δόκημα: -ατος, τό (δοκέω),·
1. όραμα, φάντασμα, σε Ευρ.· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.
2. γνώμη, προσδοκία, στον ίδ.
Middle Liddell
n δοκέω
1. a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur.
2. opinion, expectation, Eur.
English (Woodhouse)
appearance, conceit, fancy, idea, imagination, notion, semblance, mere opinion