θυμαλγής: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμαλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[причиняющий душевную боль]], [[больно уязвляющий]] ([[λώβη]], [[ὕβρις]], [[μῦθος]] Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[огорченный]], [[страдающий]] ([[καρδία]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι ενδόμυχα [[θλιμμένος]], [[καρδία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θῡμαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι ενδόμυχα [[θλιμμένος]], [[καρδία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θῡμ-αλγής, ές [[ἀλγέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[heart]]-grieving, Hom., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. inly grieving, [[καρδία]] Aesch. | |mdlsjtxt=θῡμ-αλγής, ές [[ἀλγέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[heart]]-grieving, Hom., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. inly grieving, [[καρδία]] Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:33, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἀλγέω) A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11. II Pass., inly grieving, (καρδία) A.Ag.1031 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμαλγής:
1) причиняющий душевную боль, больно уязвляющий (λώβη, ὕβρις, μῦθος Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);
2) огорченный, страдающий (καρδία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.
Greek Monolingual
θυμαλγής, -ές (Α)
1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.)
2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυαλγής, καρδιαλγής].
Greek Monotonic
θῡμαλγής: -ές (ἀλγέω),
I. αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. Παθ., είμαι ενδόμυχα θλιμμένος, καρδία, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
θῡμ-αλγής, ές ἀλγέω
I. heart-grieving, Hom., Hdt.
II. pass. inly grieving, καρδία Aesch.