λευκόω: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre blanc, <i>càd</i> blanchir, crépir <i>ou</i> peindre en blanc, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λευκόομαι]], [[λευκοῦμαι]] blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
|btext=-ῶ :<br />rendre blanc, <i>càd</i> blanchir, crépir <i>ou</i> peindre en blanc, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λευκόομαι]], [[λευκοῦμαι]] blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать белым]], [[белить]] (med. τὰ [[ὅπλα]] Xen.; [[τοῖχος]] λελευκωμένος Plat.; [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον Arst., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[увенчивать белым]]: λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;<br /><b class="num">3)</b> [[обнажать]] ([[πόδα]] [[γαῦρον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[λευκός]])· κάνω [[κάτι]] [[λευκό]]· [[λευκόω]] [[πόδα]], [[ξεγυμνώνω]] τα πόδια, σε Ανθ. — Μέσ., <i>λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα</i>, ασπρίζουν, λευκαίνουν τις ασπίδες τους, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[λευκός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''λευκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[λευκός]])· κάνω [[κάτι]] [[λευκό]]· [[λευκόω]] [[πόδα]], [[ξεγυμνώνω]] τα πόδια, σε Ανθ. — Μέσ., <i>λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα</i>, ασπρίζουν, λευκαίνουν τις ασπίδες τους, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[λευκός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать белым]], [[белить]] (med. τὰ [[ὅπλα]] Xen.; [[τοῖχος]] λελευκωμένος Plat.; [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον Arst., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[увенчивать белым]]: λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;<br /><b class="num">3)</b> [[обнажать]] ([[πόδα]] [[γαῦρον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λευκόω]], fut. -ώσω [[λευκός]]<br />to make [[white]]: λ. [[πόδα]] to [[bare]] the [[foot]], Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to [[whiten]] [[their]] shields, Xen.:—Pass. to be or [[become]] [[white]], Pind.
|mdlsjtxt=[[λευκόω]], fut. -ώσω [[λευκός]]<br />to make [[white]]: λ. [[πόδα]] to [[bare]] the [[foot]], Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to [[whiten]] [[their]] shields, Xen.:—Pass. to be or [[become]] [[white]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόω Medium diacritics: λευκόω Low diacritics: λευκόω Capitals: ΛΕΥΚΟΩ
Transliteration A: leukóō Transliteration B: leukoō Transliteration C: lefkoo Beta Code: leuko/w

English (LSJ)

A whiten over, (πυξίον) Aen.Tact.31.14; βωμόν IG22.1672.140:—Med., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα whiten their shields, X.HG2.4.25, cf. 7.5.20; λ. πόδα bare the foot, AP9.403 (Maec.). II mostly in Pass., to be made or become white, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pi.I.4(3).69; τοῖχος λελευκωμένος whitened or plastered, Pl.Lg.785a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα 1, D.46.11; ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστιν ἀλλὰ λελεύκωται Arist.Ph.185b29; of a leper, Ph.1.346; λελευκωμένος πίναξ, of the list of proscribed, D.C.Fr.109.12.

German (Pape)

[Seite 35] weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre blanc, càd blanchir, crépir ou peindre en blanc, acc.;
Moy. λευκόομαι, λευκοῦμαι blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.
Étymologie: λευκός.

Russian (Dvoretsky)

λευκόω:
1) делать белым, белить (med. τὰ ὅπλα Xen.; τοῖχος λελευκωμένος Plat.; γραμματεῖον λελευκωμένον Arst., Dem.);
2) увенчивать белым: λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;
3) обнажать (πόδα γαῦρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόω: (λευκὸς) κάμνω λευκόν, «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. πόδα, γυμνώνω τὸν πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι λευκός, ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· τοῖχος λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· γραμματεῖον λελευκωμένον = λεύκωμα Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.

English (Slater)

λευκόω make white ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο crowned with white myrtle (I. 4.69)

Greek Monotonic

λευκόω: μέλ. -ώσω (λευκός)· κάνω κάτι λευκό· λευκόω πόδα, ξεγυμνώνω τα πόδια, σε Ανθ. — Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα, ασπρίζουν, λευκαίνουν τις ασπίδες τους, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή γίνομαι λευκός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λευκόω, fut. -ώσω λευκός
to make white: λ. πόδα to bare the foot, Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to whiten their shields, Xen.:—Pass. to be or become white, Pind.