λοίγιος: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λοίγιος:''' [[губительный]], [[пагубный]] (ἔργα Hom.): [[οἴω]] λοίγι᾽ [[ἔσεσθαι]] Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοίγιος:''' -ον ([[λοιγός]]), [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''λοίγιος:''' -ον ([[λοιγός]]), [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοίγιος:''' [[губительный]], [[пагубный]] (ἔργα Hom.): [[οἴω]] λοίγι᾽ [[ἔσεσθαι]] Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοίγιος]], ον [[λοιγός]]<br />[[pestilent]], [[deadly]], [[fatal]], Il.
|mdlsjtxt=[[λοίγιος]], ον [[λοιγός]]<br />[[pestilent]], [[deadly]], [[fatal]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίγιος Medium diacritics: λοίγιος Low diacritics: λοίγιος Capitals: ΛΟΙΓΙΟΣ
Transliteration A: loígios Transliteration B: loigios Transliteration C: loigios Beta Code: loi/gios

English (LSJ)

ον, (λοιγός) pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.

Russian (Dvoretsky)

λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).

Greek (Liddell-Scott)

λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.

English (Autenrieth)

(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)

Greek Monolingual

λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.

Greek Monotonic

λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λοίγιος, ον λοιγός
pestilent, deadly, fatal, Il.