μετεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=inscrire sur un nouveau registre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐγγράφω]].
|btext=inscrire sur un nouveau registre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐγγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετεγγράφω:''' (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, <i>μετεγγραφήσεται</i>, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, <i>μετεγγραφήσεται</i>, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεγγράφω:''' (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to put [[upon]] a new [[register]]: 3 sg. fut. 2 [[pass]]. μετεγγραφήσεται he [[will]] be put on a new [[register]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to put [[upon]] a new [[register]]: 3 sg. fut. 2 [[pass]]. μετεγγραφήσεται he [[will]] be put on a new [[register]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγγράφω Medium diacritics: μετεγγράφω Low diacritics: μετεγγράφω Capitals: ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: metengráphō Transliteration B: metengraphō Transliteration C: meteggrafo Beta Code: meteggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr.Fr.97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134. 2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.

German (Pape)

[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.

French (Bailly abrégé)

inscrire sur un nouveau registre.
Étymologie: μετά, ἐγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

μετεγγράφω: (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).

Greek (Liddell-Scott)

μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.

Greek Monolingual

μετεγγράφω)
1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω
2. εγγράφω σε νέο κατάλογο
3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω.

Greek Monotonic

μετεγγράφω: μέλ. -ψω, εγγράφω σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, μετεγγραφήσεται, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.