μεταπλασμός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie [[ἀλκί]] nicht von [[ἀλκή]], sondern dem ungebräuchlichen ἀλξ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie [[ἀλκί]] nicht von [[ἀλκή]], sondern dem ungebräuchlichen ἀλξ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπλασμός:''' ὁ грам. метапласм, т. е. разносклоняемость или разноспрягаемость (напр.: [[ἀλκί]] к *ἄλξ, а не [[ἀλκή]]; μετέπεσον к *μεταπέσω, а не [[μεταπίπτω]]; сюда же относят и явления супплетивности, вроде [[φέρω]] - [[οἴσω]] - [[ἤνεγκα]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπλασμός]]) [[μεταπλάθω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάπλαση]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σχηματισμός]] ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i><br />(δοτ. <i>ἀλκὶ</i> από ανύπαρκτη ονομαστική <i>ἄλξ</i>) με [[σιγουριά]] για την [[αλκή]] του, τη δύναμή του<br /><b>μσν.</b><br />[[σφάλμα]] που γίνεται στον ποιητικό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πάλης. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπλασμός]]) [[μεταπλάθω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάπλαση]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σχηματισμός]] ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i><br />(δοτ. <i>ἀλκὶ</i> από ανύπαρκτη ονομαστική <i>ἄλξ</i>) με [[σιγουριά]] για την [[αλκή]] του, τη δύναμή του<br /><b>μσν.</b><br />[[σφάλμα]] που γίνεται στον ποιητικό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πάλης. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, in Gramm., metaplasm, the formation of cases of Nouns or tenses of Verbs from a non-existent nom. or pres., A.D.Adv.183.22 (pl.), Choerob. in Theod. 1.377, Arc. 129.9.
German (Pape)
[Seite 152] ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie ἀλκί nicht von ἀλκή, sondern dem ungebräuchlichen ἀλξ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann.
Russian (Dvoretsky)
μεταπλασμός: ὁ грам. метапласм, т. е. разносклоняемость или разноспрягаемость (напр.: ἀλκί к *ἄλξ, а не ἀλκή; μετέπεσον к *μεταπέσω, а не μεταπίπτω; сюда же относят и явления супплетивности, вроде φέρω - οἴσω - ἤνεγκα).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπλασμός: ὁ, μεταμόρφωσις, ἀλλοίωσις, τὸν μεταπλασμὸν τῆς πίστεως Βίος Παύλου τοῦ Κων/πόλεως ἐν Φωτ. Βιβλ. σ. 474, 33. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ. μεταπλασμὸς κλίσεως, ὁ σχηματισμὸς πτώσεων τῶν ὀνομάτων ἢ χρόνων τῶν ῥημάτων ἐξ ἀνυπάρκτου ὀνομαστικῆς ἐνεστῶτος, οἷον ἀλκὶ ἐξ ὀνομαστ. *ἄλξ, μετέπεσον ἐκ τύπου *μεταπέσω. - Περὶ μεταπλασμοῦ καθόλου ἀνάγνωθι ὅσα γράφει ὁ Εὐστάθ. ἐν 58, 32 καὶ ἑξῆς. 3) σχῆμα πάλης, Εὐστάθ. 1327, 12.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μεταπλασμός) μεταπλάθω
1. η μετάπλαση
2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς
(δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ) με σιγουριά για την αλκή του, τη δύναμή του
μσν.
σφάλμα που γίνεται στον ποιητικό λόγο
αρχ.
είδος πάλης.