νοτία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humidité, pluie.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />humidité, pluie.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νοτία:''' ἡ [[влага]] Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοτία:''' ἡ ([[νότος]]), [[υγρότητα]], [[υγρασία]]· <i>νοτίαι εἰαριναί</i>, ανοιξιάτικες βροχές, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νοτία:''' ἡ ([[νότος]]), [[υγρότητα]], [[υγρασία]]· <i>νοτίαι εἰαριναί</i>, ανοιξιάτικες βροχές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοτία:''' ἡ [[влага]] Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοτία]], ἡ, [[νότος]]<br />wet, νοτίαι εἰαριναί [[spring]] rains, Il.
|mdlsjtxt=[[νοτία]], ἡ, [[νότος]]<br />wet, νοτίαι εἰαριναί [[spring]] rains, Il.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτία Medium diacritics: νοτία Low diacritics: νοτία Capitals: ΝΟΤΙΑ
Transliteration A: notía Transliteration B: notia Transliteration C: notia Beta Code: noti/a

English (LSJ)

ἡ, A damp, moisture, νοτίαι εἰαριναί spring showers, Il.8.307: abs., wet weather, Arist. HA551a3, Thphr.HP7.14.1. II ν. φυσική natural moisture of the body, Paul.Aeg.6.24. III a meteorite supposed to fall in wet weather, Plin.HN37.176.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
humidité, pluie.
Étymologie: νότος.

Russian (Dvoretsky)

νοτία:влага Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди.

Greek (Liddell-Scott)

νοτία: ἡ, ἡ καὶ ὀμβρία, λίθος τις τῶν τιμίων, Plin. h. n. XXXVII, 65.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη)
καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός
νεοελλ.
το μεσημβρινό σημείο του ορίζοντα
νεοελλ.-μσν.
άνεμος που πνέει από τον νότο και φέρνει υγρασία καθώς περνά από τη θάλασσα, ο νοτιάς, η όστρια («η τύχη ασκώνοντας νοτιά με κύματ' άγριας μπόρας», Ζερβ.)
αρχ.
1. μετεωρίτης για τον οποίο πίστευαν ότι έπεφτε σε περίοδο μεγάλης υγρασίας
2. (στον Ομ. συν. στον πληθ.) αἱ νοτίαι
οι βροχές
3. φρ. α) «νοτίαι ἐαριναί» — οι πρώτες βροχές της άνοιξης
β) «νοτία φυσική» — η υγρασία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. νοτία (αὔρα, πνοή) του επιθ. νότιος.

Greek Monotonic

νοτία: ἡ (νότος), υγρότητα, υγρασία· νοτίαι εἰαριναί, ανοιξιάτικες βροχές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νοτία, ἡ, νότος
wet, νοτίαι εἰαριναί spring rains, Il.