ξενισμός: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> Plat., Plut. = [[ξένισις]];<br /><b class="num">2)</b> [[необычность]], [[новизна]] Polyb., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενισμός:''' ὁ, = [[ξένισις]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ξενισμός:''' ὁ, = [[ξένισις]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = ξένισις (entertainment of guests), Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.; A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos): in plural, Plu.Demetr.12, etc. II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33. 2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ξένισις.
Russian (Dvoretsky)
ξενισμός: ὁ
1) Plat., Plut. = ξένισις;
2) необычность, новизна Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.
Greek Monolingual
ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.
Greek Monotonic
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.]